21 °C Athens, GR
18/05/2024

Τελευταια Νέα
Η Λέρος είναι προορισμός για διακοπές όλο τον χρόνο Λέρος: Το νησί που δεν πρέπει να παραλείψει κανείς για τις καλοκαιρινές του διακοπές Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Γεώργιος: «Δεν μπορεί να γίνεται εμπορία είτε ιερών λειψάνων, είτε θαυμάτων» Απόψεις: Με σύστημα κερδοφορίας μεταναστευτικής βίζας στην ΕΕ θα έρθει ελπίδα σε ξένους που πιθανόν να πνιγούν στα νερά της Μεσογείου Απόψεις: Ρωσίδα κατάσκοπος δήλωνε στο Ληξιαρχείο ότι ήθελε την ίδια ώρα που μητέρες και παιδιά πληρώνουν έως και 8500€ Φόρος τιμής στους ήρωες της Μάχης της Κρήτης, στο Σύδνεϋ (Εικόνες) Μητροπολίτης Ντένβερ εξελέγη ο Επίσκοπος Σασίμων Κωνσταντίνος Αντιπροσωπεία του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας της Ελλάδος, στον Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας Πεκίνο: Συνάντηση του Ρώσου Προέδρου με τον Πρωθυπουργό και τον Πρόεδρο της Κίνας Σι Τζινπίνγκ Ο λαμπρός εορτασμός του Αγίου Αχιλλίου στα Γρεβενά Αναγόρευση Αρχιεπισκόπου Κύπρου σε επίτιμο Δημότη της Αλεξανδρούπολης Το Σάββατο 18 Μαίου η εορτή λήξης των κατηχητικών σχολείων του Ιερού Ναού Αγ. Νικολάου Πειραιώς – Πρόσκληση Ένα μουσικό διήμερο φεστιβάλ που ενώνει διαφορετικές γενιές στο ΚΠΙΣΝ, με ελεύθερη είσοδο Την 24η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία επισκέφθηκε ο Υπουργός Νίκος Δένδιας

Ενθρονίστηκε ο νέος Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου – Εκτενές Ρεπορτάζ με ομιλίες και φωτογραφίες

Ενθρονίστηκε ο νέος Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου - Εκτενές Ρεπορτάζ με ομιλίες και φωτογραφίες

Δημοσιεύθηκε: Κυριακή 8 / 1 / 2023 , 20:24 από news_room

Ενθρονίστηκε ο νέος Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου – Εκτενές Ρεπορτάζ με ομιλίες και φωτογραφίες

Με τον πλέον επίσημο τρόπο ανήλθε και επίσημα στο θρόνο του Αποστόλου Βαρνάβα, ο Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου, ύστερα από την τελετή ενθρόνισης που έλαβε χώρα το απόγευμα της Κυριακής στον Καθεδρικό Ναό στη Λευκωσία.

Ο νέος Αρχειπίσκοπος κατήλθε στις 16:00 το απόγευμα από την Αρχιεπισκοπή προς τον Καθεδρικό Ναό του Αποστόλου Βαρνάβα, εν πομπή συνοδευόμενος από κληρικούς, διάκονους, Αρχιμανδρίτες, Αρχιερείς μέλη της Ιεράς Συνόδου για την έναρξη του τελετουργικού.

Ενθρονίστηκε ο νέος Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου - Εκτενές Ρεπορτάζ με ομιλίες και φωτογραφίες

Ενθρονίστηκε ο νέος Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου - Εκτενές Ρεπορτάζ με ομιλίες και φωτογραφίες

Ενθρονίστηκε ο νέος Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου - Εκτενές Ρεπορτάζ με ομιλίες και φωτογραφίες

Ενθρονίστηκε ο νέος Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου - Εκτενές Ρεπορτάζ με ομιλίες και φωτογραφίες

Ενθρονίστηκε ο νέος Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου - Εκτενές Ρεπορτάζ με ομιλίες και φωτογραφίες

Ενθρονίστηκε ο νέος Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου - Εκτενές Ρεπορτάζ με ομιλίες και φωτογραφίες

Ενθρονίστηκε ο νέος Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου - Εκτενές Ρεπορτάζ με ομιλίες και φωτογραφίες

 

Κατά την τελετή της ενθρόνισης, στον Καθεδρικό Ναό, ψάληκαν τα νενομισμένα τυπικά, ενώ ο νέος Αρχιεπίσκοπος ενδύθη στο μέσο του Ναού με τον κόκκινο μανδύα ενώ του δόθηκε ένα δεύτερο εγκόλπιο που θα φέρει στο στήθος του μαζί με το σταυρό,  και το δοχείο με την κιννάβαρη για να υπογράψει. Ακολούθως αναγνώστηκε η Πράξις της Συνόδου για την ενθρόνιση από τον Αρχιγραμματέα, Αρχιμανδρίτη Γεώργιο Χριστοδούλου

Ακολούθως ανέβηκε στις πρώτες βαθμίδες του θρόνου και εκεί ο πρώτος τη τάξει των Μητροπολιτών, ο Μητροπολίτης Κιτίου Νεκτάριος του έδωσε το αυτοκρατορικό σκήπτρο, το οποίο χρονολογείται από το 1869, και τον προσφώνησε.

Στην προσφώνησή του προς τον νέο προκαθήμενο της Εκκλησίας της Κύπρου, ο Μητροπολίτης Κιτίου Νεκτάριος εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι «το πηδάλιο της Εκκλησίας αναλαμβάνει δεξιός και άξιος οιακοστρόφος, ο οποίος θα εκπληρώσει τους πόθους της Εκκλησίας και της Πατρίδας μας».

«Η ενότητα της τοπικής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας μας, Μακαριώτατε, εναποτίθεται σήμερα στα δικά σας χέρια», συνέχισε ο κ. Νεκτάριος, συμπληρώνοντας πως «εμείς θα είμαστε δίπλα σας, συνοδοιπόροι και συμπαραστάτες, τιμώντας σας πάντοτε ως πρώτο μεταξύ ημών και πρόεδρο της Ιεράς ημών Συνόδου».

Η προσφώνηση του Μητροπολίτη Κιτίου περιλάμβανε και αναφορά στο εθνικό ζήτημα, σχετικά με το οποίο ο κ. Νεκτάριος είπε γνωρίζει τις ευαισθησίες του νέου Αρχιεπισκόπου και την αγωνία του για την επιβίωση και παραμονή μας στη γη των προγόνων μας.

«Η μέχρι σήμερα παρουσία και στάση σας στο εθνικό μας θέμα μάς βεβαιοί ότι, και από τη θέση του Προκαθήμενου της τοπικής μας Εκκλησίας, θα αναλώσετε τον εαυτό σας για τα δίκαια του Κυπριακού Ελληνισμού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα στηρίξετε τις ενέργειες των Κυβερνήσεων της Ελλάδος και της Κύπρου για την εξεύρεση μιας δίκαιης και λειτουργικής λύσης, η οποία θα διασφαλίζει τα δικαιώματα όλων των νόμιμων κατοίκων αυτού του τόπου, ανεξαρτήτως θρησκείας και γλώσσας, για να ζουν ειρηνικά και να απολαμβάνουν, όπως εσείς τακτικά αναφέρετε, τα δικαιώματα που έχει ο κάθε ευρωπαίος πολίτης», κατέληξε ο Μητροπολίτης Κιτίου.

Από την πλευρά του, ο Μητροπολίτης Καρπασίας Χριστοφόρος είπε στη δική του προσφώνηση είπε πως η μέρα αυτή, εκτός από ημέρα πνευματικής χαράς και αγαλλίασης, είναι και μέρα προσευχής και περισυλλογής ώστε ο Κύριος να κατευθύνει την πορεία του νέου Αρχιεπισκόπου σε οδούς πνευματικά καρποφόρους.

Εξέφρασε δε και αυτός με τη σειρά του τη βεβαιότητα ότι η πολυετής συνεργασία του με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χρυστόστομο, η μακροχρόνια αρχιερατική του διακονία, η πνευματική και λειτουργική του παιδεία από μικρή ηλικία, η αγάπη του προς την Εκκλησία και την Πατρίδα, η ποιμαντική του αγωνία και εν γένει η θεολογική και επιστημονική του μόρφωση θα τον οδηγήσουν και αναδείξουν «όντως Προκαθήμενο, αλλά και Πατέρα γνήσιο και εμπνευστή της ορθοδόξου πίστεως και ζωής, αλλά και των δικαίων του λαού μας».

Μετά το τελετουργικό, ακολούθησαν οι προσφωνήσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη, την οποία ανέγνωσε ο Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων Νικήτας, και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερώνυμου. Αναγνώστηκε επιστολή του Πάπα από τον Νούντσιο στην Κύπρο, ενώ στη συνέχεια προσφώνησε εκ μέρους της Αρχιεπισκοπής, ο Επίσκοπος Καρπασίας Χριστοφόρος. Στο τέλος, ακολούθησε ο ενθρονιστήριος λόγος του Αρχιεπισκόπου Γεωργίου.

Μετά το πέρας της Τελετής Ενθρόνισης, ο Αρχιεπίσκοπος δέχθηκε συγχαρητήρια στο Μέγα Συνοδικό, ενώ το βράδυ θα παραθέσει στη Λευκωσία δείπνο στους επίσημους προσκεκλημένους και αντιπροσώπους.

Στον ενθρονιστήριο λόγο του ο Αρχιεπίσκοπος Γεώργιος, «για την Κύπρο και τον Αρχιεπίσκοπό της, ο σταυρός παραμένει σταυρός μαρτυρίου, η χλαμύδα μετατρέπεται σε ράκη με τα οποία καλύπτει τις πληγές του λαού, ο ακάνθινος στέφανος καθίσταται ορατό σημείον της επαχθούς δουλείας της πατρίδας μας, κι ο κάλαμος το μέσον απ’ όπου διαβιβάζεται το όξος της πικρής δουλείας στον λαό μας».

Ως Προκαθήμενος της Εκκλησίας σ’ ένα αλύτρωτο Ελληνικό μέρος, ο Μακαριότατος είπε ότι τον απασχολούν ιδιαίτερα και τα θέματα της παιδείας ως ουσιωδέστατο στοιχείο της ζωής και της επιβίωσης ενός λαού. «Δεν ζητούμε, ούτε επιχειρούμε εκβιαστικά, ποδηγέτηση της Κυβέρνησης του τόπου στα θέματα παιδείας, ούτε και σε άλλα θέματα. Δεν απεμπολούμε, όμως, το δικαίωμα να έχουμε άποψη επί των καιριοτέρων ζητημάτων του τόπου και να την εκθέτουμε ελεύθερα, όπως τέτοιο δικαίωμα έχει σήμερα και ο τελευταίος πολίτης», τόνισε σχετικά.

Μιλώντας επίσης για το εθνικό θέμα, είπε ότι σήμερα που κινδυνεύουμε όσο ποτέ άλλοτε από την τουρκική βουλιμία, η οποία δεν αποκρύβει τις επιδιώξεις της για κατάκτηση και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου, η Εκκλησία δεν μπορεί να σταθεί στις κερκίδες απλός θεατής.

«Η κυβέρνηση της Δημοκρατίας θα μπορεί να υπολογίζει και στη δική μας υποστήριξη στη διεκδίκηση των δικαίων του λαού μας και στην απελευθέρωση των κατεχομένων εδαφών μας. Δεν θα διστάσουμε, όμως, να επισημάνουμε και να ελέγξουμε κάθε τυχόν εκτροπή και θα αγωνιστούμε να αποτρέψουμε λύσεις που θα θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωσή μας στην πατρογονική γη», υπογράμμισε επί του θέματος.

Συμπλήρωσε ότι η Εκκλησία θα συμβάλει ενεργά, ερχόμενη σε συνεννόηση με τις αρμόδιες αρχές του κράτους, στην αμυντική θωράκιση της Κύπρου, ενώ έκανε έκκληση για ενεργοποίηση του δόγματος του ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδος – Κύπρου, κάτι που όπως είπε θα ικανοποιήσει το αίσθημα ασφαλείας του λαού, θα αποτρέψει νέες επεκτατικές κινήσεις της Τουρκίας και θα συντηρήσει και θα εμπεδώσει τον πόθο της απελευθέρωσης.

Ενθρονίστηκε ο νέος Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου - Εκτενές Ρεπορτάζ με ομιλίες και φωτογραφίες Ενθρονίστηκε ο νέος Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου - Εκτενές Ρεπορτάζ με ομιλίες και φωτογραφίεςΕνθρονίστηκε ο νέος Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου - Εκτενές Ρεπορτάζ με ομιλίες και φωτογραφίες

Ενθρονίστηκε ο νέος Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου - Εκτενές Ρεπορτάζ με ομιλίες και φωτογραφίες

 

Ενθρονίστηκε ο νέος Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου - Εκτενές Ρεπορτάζ με ομιλίες και φωτογραφίες

 

Προσφώνηση Μητροπολίτη Κιτίου, κ. Νεκταρίου, προς τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Κύπρου, κ.κ. Γεώργιο, κατά την ενθρόνισή του:

Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου, κ.κ. Γεώργιε,

Η καθ’ ημάς Αγιωτάτη και Αποστολική Εκκλησία λαμπροφορούσα, σήμερα, αγάλλεται για την ανάρρησή σας στον αποστολικό θρόνο του ιδρυτού και προστάτου της, γενναιόφρονος Αποστόλου και μάρτυρος Βαρνάβα. Η εκδημία του αειμνήστου προκατόχου σας, κυρού Χρυσοστόμου του Β΄, μάς έθλιψε βαθύτατα, αλλά, εντούτοις δοξάζομε τον Tριαδικό Θεό, ο Οποίος δεν επέτρεψε να δοκιμασθούμε επί μακρόν και σύντομα μετέβαλε την θλίψη μας εις χαρά και ανεπτέρωσε τις ελπίδες μας με την επάξια και κατ’ ευδοκία Θεού εκλογή σας στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο καθότι «ἐν χειρὶ Κυρίου ἐξουσία τῆς γῆς, καὶ τὸν χρήσιμον ἐγερεῖ εἰς καιρὸν ἐπ’ αὐτῆς» (Σοφ. Σειρ. 10,4). Γι’ αυτό κι εμείς, τα μέλη της κατά Κύπρον Εκκλησίας, κληρικοί και λαϊκοί, κατά την πανευφρόσυνον αυτή ώρα της ενθρόνισής σας , «σύμψυχοι τὸ ἓν φρονοῦντες» (Φιλιπ. 2,2) εκφράζουμε τη βεβαιότητα ότι το πηδάλιο της Εκκλησίας αναλαμβάνει δεξιός και άξιος οιακοστρόφος, ο οποίος θα εκπληρώσει τους πόθους της Εκκλησίας και της Πατρίδας μας.

Σήμερα, Μακαριώτατε, καθίστασθε επικεφαλής του πλέον μακροβιότερου, στον τόπο μας, θεσμού. Ενός θεσμού που έχει ταυτιστεί και συνδεθεί άρρηκτα με την ιστορία και τις περιπέτειες του Κυπριακού Ελληνισμού μέσα στους αιώνες. Καλείστε να συνεχίσετε μια μακρά πορεία βαρυσήμαντης προσφοράς, όπως έπραξαν οι αοίδιμοι προκάτοχοί σας, ο εθνομάρτυρας Κυπριανός, ο Σωφρόνιος, οι Κύριλλοι, ο Λεόντιος, οι Μακάριοι και οι Χρυσόστομοι. Μιας προσφοράς που κινήθηκε σε κύριες και καίριες διαστάσεις, σε καιρούς δυσχείμερους και χαλεπούς.

Μέγιστο και κύριο έργο της Εκκλησίας είναι ο ευαγγελισμός των ανθρώπων. Αυτό αποτελεί επιτακτική ανάγκη των καιρών. Η Εκκλησία καλείται να καταθέσει εμπράκτως την Ορθόδοξη μαρτυρία ενώπιον της ελευθερίας των ανθρώπων. Να προσφέρει νόημα ζωής, να διδάξει στον σύγχρονο άνθρωπο την καλλιέργεια του έσωθεν ανθρώπου με προοπτική τη μεταμόρφωσή του και κατά συνέπεια τη μεταμόρφωση της καθ’ όλου κοινωνίας. Να προσφέρει στον άνθρωπο εμπειρίες που να τον βοηθούν να χαίρεται την εμπειρία του άλλου ανθρώπου και εντέλει να τον προετοιμάζει για την πληρότητα της Ανάστασης. Μέσα στο πλαίσιο της προσφοράς καλείται, ακόμα, η Εκκλησία να μαρτυρήσει μέσα από το δικό της πλούσιο φιλανθρωπικό έργο τον Θεό της αγάπης και της φιλανθρωπίας και να εμπνεύσει στους πιστούς την προσφορά, την αυτοθυσία και την αδελφοσύνη.

Η ενότητα της τοπικής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας μας, Μακαριώτατε, εναποτίθεται σήμερα στα δικά σας χέρια. Αναγνωρίζουμε ότι το έργο είναι δύσκολο, διότι, όπως πολύ σοφά αναφέρει ο αρχαίος φιλόσοφος Αριστοτέλης, «Καματηρὸν τὸ ἄρχειν». Επιφορτίζεστε να διαφυλάξετε την απρόσκοπτη λειτουργία του Συνοδικού Θεσμού. Εμείς θα είμαστε δίπλα σας, συνοδοιπόροι και συμπαραστάτες, τιμώντας σας πάντοτε ως πρώτο μεταξύ ημών και πρόεδρο της Ιεράς ημών Συνόδου. Σάς τιμούμε ως το πρόσωπο που ο Θεός επέλεξε και έθεσε στην τιμητική μεν, αλλά, και πολυεύθυνη αυτή θέση, αφού σύμφωνα με το γραφικό «οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ» (Εβρ. 5,40).

Ως προς την ευρύτερη παρουσία της, η μικρή σε αριθμό, αλλά μακρά σε ιστορία Εκκλησία της Κύπρου, έχει να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στα διορθόδοξα και διαχριστιανικά ζητήματα. Και πάλι, Μακαριώτατε, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας μας, εσείς αποτελείτε τον σύνδεσμο της Εκκλησίας Κύπρου μετά των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά και με τις άλλες Χριστιανικές Ομολογίες. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι επί των ημερών σας η Εκκλησία Κύπρου θα συνεχίσει την αγαστή συνεργασία και συμπόρευση με το Σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια για επίλυση των προβλημάτων που ταλανίζουν την Ορθοδοξία. Η Εκκλησία Κύπρου, ως μία από τις αρχαιότερες Εκκλησίες, οφείλει να κομίζει στις άλλες αδελφές Ορθόδοξες Εκκλησίες μήνυμα καταλλαγής και πανορθόδοξης ενότητας.

Μακαριώτατε,

Αυτή την εύσημο ημέρα της ενθρονίσεώς σας μάς είναι αδύνατο να λησμονήσουμε το γεγονός ότι είστε ο τρίτος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου που ενθρονίζεστε κάτω από συνθήκες εισβολής και κατοχής της μισής, σχεδόν, ιδιαίτερης πατρίδας μας. Όπως οι δύο προηγούμενοι προκάτοχοί σας, δεν θα μπορέσετε να πάτε να λειτουργήσετε στον τάφο του ιδρυτού της Εκκλησίας μας, ούτε θα μπορέσετε ελεύθερα να επισκεφθείτε όλη την Αρχιεπισκοπική περιφέρεια. Ακόμα, ενδημών στα αρχιεπισκοπικά δώματα, ο ιμάμης από τα κατεχόμενα θα σάς υπενθυμίζει καθημερινά την πικρή πραγματικότητα της κατοχής. Γνωρίζουμε τις ευαισθησίες σας για το εθνικό μας θέμα και την αγωνία σας για την επιβίωση και παραμονή μας στη γη των προγόνων μας. Η μέχρι σήμερα παρουσία και στάση σας στο εθνικό μας θέμα μάς βεβαιοί ότι, και από τη θέση του Προκαθήμενου της τοπικής μας Εκκλησίας, θα αναλώσετε τον εαυτό σας για τα δίκαια του Κυπριακού Ελληνισμού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα στηρίξετε τις ενέργειες των Κυβερνήσεων της Ελλάδος και της Κύπρου για την εξεύρεση μιας δίκαιης και λειτουργικής λύσης, η οποία θα διασφαλίζει τα δικαιώματα όλων των νόμιμων κατοίκων αυτού του τόπου, ανεξαρτήτως θρησκείας και γλώσσας, για να ζουν ειρηνικά και να απολαμβάνουν, όπως εσείς τακτικά αναφέρετε, τα δικαιώματα που έχει ο κάθε ευρωπαίος πολίτης.

Ευχόμαστε εκ βάθους καρδίας, Μακαριώτατε, την εξ ύψους δύναμη στο πολύμοχθο έργο το οποίο επωμίζεσθε. Είθε κατά τον χρόνο της δική σας πρωθιεραρχίας να σημάνουν χαρμόσυνα απ’ άκρη σ’ άκρη της νήσου μας οι καμπάνες για την απελευθέρωση των σκλαβωμένων εδαφών μας.

Προσφώνηση του Επισκόπου Καρπασίας κ. Χριστοφόρου στην ενθρόνιση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Γεωργίου

Μακαριώτατε Δέσποτα,

Χάριτι καί ἀγαθή προνοίᾳ τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ψήφῳ κλήρου καί λαοῦ καί προκρίσει τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου, ἀναδειχθήκατε εἰς Ἀρχιεπίσκοπον Νέας Ἰουστινιανῆς καί πάσης Κύπρου καί ἀνήλθατε στόν ἱστορικό, Ἀποστολικό θρόνο τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῶν Ἀποστόλων Παύλου καί Βαρνάβα, τόν ὁποῖον ἐλάμπρυναν μορφές ἁγίων Ἀρχιερέων, ἀγωνιστῶν τῆς πίστεως, τῆς καθ᾽ ἡμᾶς ἀνατολικῆς παραδόσεως, ἀλλά καί τῶν δικαίων τῆς πατρίδος μας, προσδίδοντας στήν Ἀποστολική μας Ἐκκλησία οἰκουμενικό – πανορθόδοξο καί διεθνή κῦρος καί ἀκτινοβολία. Στήριξαν διαχρονικά τήν ἑνότητα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί τόν ρόλο τῆς οἰκουμενικότητας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχεῖου, ὡς ὁρατοῦ σημεῖου τῆς εὐχαριστιακῆς καί κανονικῆς ἑνότητας ὁλοκλήρου τῆς καθ᾽ἡμᾶς Ὀρθοδοξίας.

Ἡ ἡμέρα αὐτή εἶναι ἡμέρα Κυρίου, ἡμέρα πάντων τῶν ἐν Κύπρῳ διαλαμψάντων Ἁγίων, ἡμέρα τῆς Κύπριδος Ἐκκλησίας, ἡμέρα χαρᾶς, ἀγαλλιάσεως καί εὐφροσύνης πνευματικῆς, κατά τήν ὁποία εὐδόκησεν ἡ ἀγάπη καί πρόνοια τοῦ Θεοῦ τήν ἐξύψωσή σας στόν παλαίφατο Ἀποστολικό θρόνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Παράλληλα εἶναι ἡμέρα περισυλλογῆς, προσευχῆς ἐκ καρδίας, προβληματισμοῦ καί ἀνατάσεως πρός τόν Θεό, ὥστε ὁ πλούσιος ἐν ἐλέει καί οἰκτηρμοῖς Κύριος νά κατευθύνει τήν πορεία καί τά ἔργα σας σέ ὁδούς καρποφόρους πνευματικά, πρός δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, καί οἰκοδομή τοῦ εὐλογημένου λαοῦ Του.

Ἐπιτρέψετέ μου, Μακαριώτατε, ὅπως στρέψω γιά λίγο τόν λόγο, πρός τόν μακαριστό προκάτοχό σας, τόν Ἀρχιεπίσκοπο μας κυρόν Χρυσόστομον Β´, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη, ὄντως ἐν Κυρίῳ, καταλείποντας σέ μᾶς, τούς Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου βαριά πνευματική καί ποιμαντική κληρονομιά. Ὑπῆρξε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς ἀγάπης, τῆς ἀνεξικακίας, τῆς προσφρορᾶς, τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ δωσίματος στόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Κοιμήθηκε πτωχός ἐν σχέσει μέ τά ὑλικά πράγματα καί πλούσιος στά πνευματικά χαρίσματα. Στήν πορεία πρός τόν θάνατο ἀνέδειξε τόν πνευματικό του κόσμο καί πίστη, ἀποκαλύπτωντας τά μυστικά βιώματα τῆς καρδιᾶς του μέσω τῆς συνεχοῦς εὐχαριστιακῆς καί δοξολογικῆς του διάθεσης, μοιράζοντας πρός ὅλους χαρά καί ἀγάπη. Τίς τελευταῖες μέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ζοῦσε μέ τούς ἁγίους καί ἀναφερόταν σ᾽ αὐτούς. Θά μείνει στήν μνήμη μας ἀνεξίτηλο τό γεγονός, κατά τό ὁποῖον τήν 14ην Ὀκτωβρίου, ἐνῶ ἦταν κατάκοιτος καί δέν εἶχε τήν αἴσθηση τῶν ἡμερῶν καί τοῦ χρόνου μᾶς μιλοῦσε γιά τόν Ἅγιο Γερβάσιο καί τόν Ἅγιο Λουκιανό τῶν ὁποίων ἑορταζόταν ἡ μνήνη τίς ἡμέρες ἐκεῖνες. Ἀλησμόνητο θά παραμείνει τό γεγονός ὅτι μετά ἀπό ἔντονο πόνο, λόγω τῆς ἀσθένειάς του, ἕνα πρωινό μᾶς εἶπε ὅτι ἔγινε θαῦμα καί δέν θά πονάει πλέον, κάτι τό ὁποῖο διαπίστωσαν καί ἐπιβεβαίωσαν οἱ θεράποντες ἰατροί του. Ἦταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος πού κέντρο ἀνιδιοτελές τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ Ἐκκλησία, ὄχι μόνο ὡς τοπική, ἀλλά ὡς οἰκουμενική. Ἡ ἴδια ἀγωνία, ἔγνοια, ἀγάπη καί φροντίδα, τήν ὁποία εἶχε γιά τήν Ἀρχιεπισκοπική περιφέρεια, ἐπεκτεινόταν πρός ὅλες τίς Ἀρχιερατικές Ἐπαρχίες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ἀλλά καί πρός ὅλες τίς κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, γιά τίς ὁποῖες φρόντιζε γιά τήν οἰκονομική καί πνευματική τους στήριξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἡ θυσιαστική του ἐπίσκεψη στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας, στήν Δαμασκό, ἐν μέσω τοῦ πολέμου, γιά νά παρηγορήσει καί ἐνισχύσει τόν Πατριάρχη καί τό ποίμνιό του, στήν δύσκολη κατάσταση τήν ὁποία εὑρίσκονταν. Θά μπορούσαμε νά ἰσχυριστοῦμε μετά βεβαιότητας ὅτι ἦταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῶν πτωχῶν, τῶν ἀσθενῶν, τῶν πονεμένων, τῶν νέων, τοῦ ἀνθρώπου γενικά. Ἧταν, τέλος, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Πατέρας, πού φρόντιζε γιά ὄλους καί γιά ὅλα, ἀνοίγοντας τήν ἁπλή καί καταδεκτική καρδιά του πρός τόν καθένα πού τόν πλησίαζε. Ἀγαποῦσε τήν πατρίδα μας καί ἀγωνιζόταν γιά αὐτή ἔχοντας μονίμως τήν ἀγωνία γιά τήν ἐθνική μας ἐλευθερία καί ἐπιβίωση. Αἰωνία του ἡ μνήνη.

Ἀναλαμβάνοντας τά ἠνία, Μακαριώτατε Δέσποτα, τῆς καθοδήγησης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ἀπό αὐτόν τόν Ἀρχιεπίσκοπο καί ἀναλογιζόμενος τίς πνευματικές περγαμηνές τῶν προκατόχων σας, εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἀντιλαμβάνεστε πλήρως τίς προσδοκίες καί ἀνησυχίες τόσο τοῦ κλήρου, ὅσο καί τοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά αἰσθάνεσθε ὅτι καί τά βλέμματα τῆς Πανορόθοξης Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους εἶναι σήμερα στραμμένα πρός τό πρόσωπό σας καί διά τοῦ προσώπου σας στήν μαρτυρική καί ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Κύπρου.

Ἔχουμε τήν βεβαιότητα καί σιγουριά ὅτι ἡ συνεργασία σας ἐπί πολλῶν ἐτῶν μέ τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπό μας, ἡ μακροχρόνια ἀρχιερατική σας διακονία, ἡ ἐνασχόλησή σας μέ τά πανορθόδοξα ζητήματα, ἡ πνευματική καί λειτουργική σας παιδεία ἀπό τήν παιδική σας ἡλικία, ἀφοῦ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ σᾶς ἀξίωσε νά μεγαλώσετε μέσα σέ εὐσεβή ἱερατική οἰκογένεια, ἡ ἀγάπη σας πρός τήν Ἐκκλησία καί τήν Πατρίδα, ἡ ὁποία εἶναι φανερή καί προσδιορισμένη ἀπό τούς ἀγῶνες σας, ἡ ποιμαντική σας ἀγωνία καί ἐν γένει ἡ θεολογική καί ἐπιστημονική σας μόρφωση θά σᾶς ὁδηγήσουν καί ἀναδείξουν ὄντως Προκαθήμενο, ἀλλά καί Πατέρα γνήσιο καί ἐμπνευστή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς, ἀλλά καί τῶν δικαίων τοῦ λαοῦ μας.

Ὡς ἐκ τούτου θεωροῦμε ὅτι θά ἦταν ἄτοπο καί ὑπερβολικό νά σᾶς ὑποδείξουμε τό ποιμαντικό, λειτουργικό, κατηχητικό, φιλανθρωπικό, ἔθνικο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο μετά βεβαιότητος αἰσθανόμαστε ὅτι καί γνωρίζετε καί τήν διάθεση ἔχετε νά ἐπιτελέσετε κατά τήν Ἀρχιερατία σας, ὡς Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅμως, ἐπιτρέψετέ μου, ὡς εἶδος ὑπόμνησης, κατά τήν εὔσημον αὐτή ἡμέρα, διότι εἶμαι βέβαιος ὅτι καί τό γνωρίζετε καί τό ἀντιλαμβάνεστε, νά ἀναφερθῶ σ᾽ ἕνα πολύ ζωτικό γιά τήν καθόλου Ἐκκλησία ζήτημα, τό ὁποῖο εἶναι αὐτή τούτη ἡ φύση καί ἡ οὐσίας της. Ἀναφέρομαι στήν μυστηριακή – εὐχαριστιακή ἑνότητα. Εἶναι καίριο τό θέμα αὐτό, τόσο γιά τήν ἐσωτερική ζωή τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, ὅσο καί τῆς σχέσης μας μέ τίς ἄλλες κατά τόπους ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἀφοῦ ὅλοι μαζί ἀποτελοῦμε τό ἕνα καί μοναδικό Σῶμα τῆς ἐν Χριστῷ καθολικῆς ἀνά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησίας. Εἶναι δέ γνωστό ὅτι στό ζήτημα αὐτό τῆς ἑνότητας διερχόμαστε μία κρίση, ἀφ᾽ ἑνός γιατί τό ἀντιμετωπίζουμε θεωρητικά καί ἐπιφανειακά μέσα ἀπό τήν ἐφήμερη ἐπικοινωνία, ἐνδεχομένως παραβλέποντας ὅτι τῆς ἐπικοινωνίας προηγεῖται ἡ κοινωνία καί ἀφ᾽ ἑτέρου διότι σήμερα γιά λόγους διεκδικητικούς καί κανονικούς, πού θεωροῦνται ἐνδεχομένως ὑπέρτεροι, παραθεωρεῖται ἡ εὐχαριστιακή κοινωνία μεταξύ ὁρισμένων κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, δηλαδή ἔχει ἐπέλθει ἡ μυστηριακή διάσπαση τῆς ἑνότητας μεταξύ τῶν ἐπισκόπων καί κατ᾽ ἐπέκταση τῶν πιστῶν καί τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ μέριμνα, ἀγωνία καί συμβολή στήν διατήρηση τῆς εὐχαριστιακῆς ἑνότητας, ἑνός Προκαθημένου εἶναι ἐκ τῶν οὔκ ἄνευ, καθότι πρωτίστως εἶναι προϊστάμενος τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας καί ἑνότητας καί δευτερευόντως διοικητικά καί ποιμαντικά.

Ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν ἀποκαλύπτεπται στήν μυστηριακή ζωή τους καί ὅλως ἰδαιτέρως στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη, ὅπου ἐκεῖ πιστοποιεῖται ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ διά τῆς μετοχῆς στό κυριακόν δεῖπνο (στίχος 20). Εἶναι πολύ σημαντική ἡ παρατήρηση τοῦ Ἀποστόλου Παῦλου ὅτι «συνερχομένων ἐπί τό αὐτό ἐν ἐκκλησίᾳ» (στήν εὐχαριστιακή σύναξη) «ἀκούω ἐν ὑμῖν σχίσματα ὑπάρχει» (στίχος 18,20). Ὁπότε ἡ μή συνειδητοποίηση καί μέ καθαρότητα συμμετοχή στήν εὐχαριστιακή σύναξη, «ἐν ἐκκλησίᾳ στό κυριακόν δεῖπνο», σημαίνει καταφρόνηση τῆς ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ (στίχος 22), ἡ ὁποία ἐπιφέρει διαιρέσεις (αἱρέσεις) καί σχίσματα (στίχοι 18, 19).[1]

Τήν ἔννοια αὐτή τῆς διαφύλαξης τῆς ἑνότητας ἀπό σχίσματα καί διαιρέσεις, στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, συναντοῦμε καί στήν καθαρά πρώιμη ζωή τῶν πιστῶν. Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων παρατηροῦμε τά ἑξῆς σημαντικά στοιχεῖα: Οἱ πιστεύοντες «ἦσαν ἐπί τό αὐτό καί εἶχον ἅπαντα κοινά», «κλῶντές τε κατ᾽ οἶκον[2] ἄρτον», «ἐν ἀγαλλιάσει καί ἀφελότητι καρδίας», μέ τήν διευκρινιστική προσθήκη τοῦ συγγραφέως ὅτι διά τῆς βιώσεως τῆς ἑνότητας αὐτῆς, «ὁ Κύριος προσετίθετο τούς σωζομένους καθ᾽ ἡμέραν τῇ Ἐκκλησία».[3] Συνεπῶς, ἡ ἑνότητα ἦταν βασική προϋπόθεση ἐνσωματώσεως καί διατηρήσεως στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα. Φυσικά θά πρέπει νά τονίσουμε ὅτι ἡ ἔννοια τῆς ἑνότητας στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐκφραζόταν στό πλαίσιο τῆς Εὐχαριστίας, ἐπεκτείνετο στήν πίστη, τό ἕνα πνεῦμα καί φρόνημα, τήν ἀγάπη, τό Βάπτισμα, στόν ἕνα Κύριο.[4] Μέ ἄλλα λόγια στήν ὅλη ζωή τῆς Ἐκκλησίας.[5]

Θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας γιά διασφάλιση καί διατήρηση τῆς ἑνότητάς της ἔχει δύο βασικές ὄψεις. Ἡ μία ἀφορᾶ τό ἰδεῶδες τῆς διδασκαλίας της, τό ὁποῖο ἑδραιώνεται πάνω στήν ἀρχαία παράδοση (Ἀποστολική, Πατερική)[6] καί ἡ δεύτερη πάνω στήν μυστηριακή ζωή καί βίωμα, καί ὅλως ἰδιαιτέρως στά μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας.[7] Τέτοια εἶναι ἡ σύνδεση καί ἐμμονή πάνω σέ αὐτές τίς δύο ὄψεις, ὥστε αὐτά νά καταστοῦν, θά λέγαμε, τά βασικά κριτήρια τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας.[8]

Ἡ Ἐκκλησία ἔχοντας μονίμως στραμμένο τό βλέμμα στήν ἀρχαία Ἐκκλησία[9] δέν ἔπαψε ποτέ νά ἔχει τήν συνείδηση ὅτι εἶναι ἡ μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία κατά τήν οἰκουμένη. Ἡ πεποίθηση αὐτή τήν προσανατόλιζε στήν ἀγωνιώδη προσπάθεια νά διασώσει τήν ἑνότητα ἀπό τήν ρήξη, τήν διχογνωμία, τήν ἀλλοίωση τῆς καθολικῆς πίστεως καί νά ἐπανορθώσει τήν κοινωνία, ἡ ὁποία ἔπρεπε νά ἑδράζεται πάνω στήν πίστη καί νά ἐπισφραγίζεται μέ τήν Εὐχαριστιακή κοινωνία.[10]

Ἡ Ἐκκλησία κατανοεῖται καί ἐκφράζεται «ὡς τό τῆς κοινῆς οἰκουμένης σῶμα» καί οἱ ἐπίσκοποι «ὥσπερ τινάς ἀρχηγούς τῆς τῶν ἐθνῶν σωτηρίας».[11] Ἔτσι, κυρίως στήν καθ᾽ἡμᾶς Ἀνατολή, ἐπικρατεῖ πολύ ἔντονα ἡ ἰδέα καί τό βίωμα, μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων, τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἑνός οἰκουμενικοῦ σώματος. Ἡ μοναδικότητα τῆς ἀλήθειας καί ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ταυτόσημη μέ τή μοναδικότητα τῆς οἰκουμενικῆς χριστιανοσύνης. Γι᾽ αὐτό καί τά δογματικά, κανονικά, σχισματικά προβλήματα, λαμβάνουν οἰκουμενική διάσταση καί ἀντιμετωπίζονται οἰκουμενικά.[12] Χαρακτηριστικό παράδειγμα οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί οἱ ἀναφορές γιά μία οἰκουμενική ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος τῆς αἵρεσης καί τοῦ σχίσματος, ἀλλά καί τῶν ἐκφραστῶν τους.

Στόχος τῆς οἰκουμενικῆς συνεργασίας (συνοδικότητας) στά ὅρια τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ κοινή καθοδήγηση, ἡ ἑρμηνεία τῆς ἀλήθειας καί ὁ καθορισμός τῶν ὁρίων τῆς μίας κατά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησίας γιά νά φθάσουν οἱ πιστοί στήν μυστηριακή κοινωνία.[13] Ἔτσι σκοπός τῆς συνοδικότητας σέ τοπικό καί οἰκουμενικό ἐπίπεδο εἶναι νά θεραπευθοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία οἱ αἱρέσεις καί τά σχίσματα μέσα ἀπό τήν οἰκουμενική συμφωνία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τόν θεμέλιο λίθο τῆς ἑνότητας.[14]

Ἡ Ἐκκλησία ζώντας μέσα σ᾽ ἕνα κόσμο διηρημένο κοινωνικά, πολιτικά καί κυρίως πνευματικά καλεῖται νά ἐκφράσει τήν ἑνότητα, ὡς οὐσιώδη κατάσταση τῆς ὕπαρξής της καί μάλιστα ὄχι ἑνότητα ἀτόμων, ἤ τύπου συνομοσπονδιακῶν σωματειῶν, ἀλλά ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων καί αὐτή σέ οἰκουμενικό ἐπίπεδο,[15] ἔστω καί ἄν εἶναι διεσπαρμένη κατά τήν οἰκουμένη.[16] Τό βάρος αὐτό ἐπωμίζονται οἱ ἐπίσκοποι καί κυρίως οἱ Προκαθήμενοι τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τίς ἐκκλησιαστικές τους κοινότητες καί κάτω ἀπό τό βάρος τῆς διδακτικῆς αὐθεντίας, τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καί τῆς εὐθύνης τῆς διαφύλαξης τῆς ἀρχαίας παράδοσης μέσα στά νέα δεδομένα.[17] Κατ᾽ αὐτό τόν τρόπο ἡ κύρια δραστηριότητα τῶν ἐπισκόπων, καί ὅλως ἰδιαιτέρως τῶν Προκαθημένων ἐπικεντρώνεται στήν διοίκηση, τήν διδασκαλία καί τήν διασφάλιση τῆς εἰρήνης ἀνάμεσα στό ποίμνιό τους καί κατ᾽ ἐπέκταση στό καθολικό σῶμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας.[18]

Ὁ κάθε ἐπίσκοπος, ὡς προεστώς τῆς κοινότητάς του, καί φορέας τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς καί διδασκαλίας ἐμφανίζεται καί νοεῖται ὡς ὁ αὐθεντικός φορέας τῆς μίας καί γνήσιας ἀρχαίας παράδοσης.[19] Ὁ ἐπίσκοπος στήν κοινότητά του ἀποτελεῖ τήν χαρισματική προσωπικότητα, ἡ ὁποία διασφαλίζει τήν ἑνότητα καί ἀδιάκοπη συνέχεια, διά τῆς χειροτονίας του, τῆς πιστοποίησης τοῦ δόγματος τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Εὐχαριστιακῆς κοινωνίας, ἀνάμεσα στά μέλη τῆς τοπικῆς κοινότητας.[20] Ἡ αὐθεντία καί ἡ ἑνότητα δέν εἶναι θείῳ δικαίῳ στό πρόσωπο, ἀλλά στό καθόλου σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό τόν ἕνα ἐπίσκοπο, ὡς προεστῶτες τῆς Θείας Εὐχαριστίας σέ τοπικό ἐπίπεδο καί στήν σύνοδο τῶν ἐπισκόπων ἐκπροσωπούντων τήν «μίαν ἐκκλησίαν, διασκορπισμένην εἰς ὅλον τόν κόσμον»[21] ὡς κατά τόπους Ἐκκλησίες, σέ οἰκουμενικό ἐπίπεδο.[22]

Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας θεωρήθηκε ἐξ᾽ἀρχῆς καί πάνω ἀπό ὅλα ὡς ἑνότητα στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου καθίσταται κέντρο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Χριστολογική αὐτή προσέγγιση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας συνδέθηκε ἀμέσως μέ τήν μυστηριακή ἑνότητα, ὡς συσσωμάτωση τῶν πιστῶν στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἐξ᾽ ἀρχῆς λαμβάνει οὐσιώδη σημασία ἡ μυστηριακή ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅλως ἰδιαιτέρως διά τῶν μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας.[23]

Ἡ ἔννοια τῆς ἑνότητας τῶν πολλῶν σ᾽ ἕνα σῶμα, ὄχι ὡς ἕνα εἶδος σωματείου κάτω ἀπό μία ἰδεολογία καί ἰδεοκρατία, ἀλλά ὡς μία μυστηριακή ἑνότητα μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι κυρίαρχο στοιχεῖο στήν θεολογία τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν. Στήν Α´ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του μιλώντας γιά τά πνευματικά χαρίσματα, πού εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διευκρινίζει, ὅτι ἡ πνευματική ἑνότητα μεταξύ τῶν πιστῶν ἑδράζεται στό γεγονός ὅτι «νῦν δέ (μετά τήν εἰς Χριστόν μυστηριακή ἐνσωμάτωση) πολλά μέν μέλη, ἕν δέ σῶμα … Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους». Σημαντική εἶναι καί ἡ θέση τοῦ Ἀποστόλου ὅτι ὅλους, ἀνεξαρτήτως τῶν χαρισμάτων ἤ τῆς θέσεως πού ἔχουν, ὁ Θεός «ἔθετο ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ», ἄρα καταργεῖται κάθε ἔννοια καί προσπάθεια αὐτονομίας.[24] Στήν δέ κατ᾽ ἐξοχήν ἐκκλησιολογική του ἐπιστολή πρός Ἐφεσίους συνδέει «τό πλήρωμα» τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σώματος Χριστοῦ, μέ τήν μυστηριακή κοινωνία, ἀφοῦ, ἡ Ἐκκλησία, «ἤτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ» (τοῦ Χριστοῦ) εἶναι «τό πλήρωμα τοῦ πάντα ἐν πᾶσι πληρωμένου».[25]

Γι᾽ αὐτό «οὐδενί γάρ μέσῳ διείργεται ἡ κεφαλή, καί τό σῶμα· εἰ γάρ διείργετο, οὐκ ἄν εἴη σῶμα, οὐκ ἄν εἴη κεφαλή». Ἡ κεφαλή πληροῦται ἀπό τό σῶμα καί τό σῶμα ἀπό τήν κεφαλή. Μέ τήν ἔννοια αὐτή «τό πλήρωμα τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία», «ἥτις ἐστι τό σῶμα αὐτοῦ», συνίσταται ἀπό πάντων τῶν μερῶν της καί ἔχει ἀνάγκη τήν παρουσία τοῦ καθενός ἀπό αὐτά ἐντός τοῦ σώματός της, καθότι «διά πάντων πληροῦται τό σῶμα αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ). Τότε πληροῦται ἡ κεφαλή, τότε τέλειον σῶμα γίνεται, ὅταν ὁμοῦ πάντες ὦμεν συνημμένοι καί συγκεκολλημένοι».[26]

Τό ἔργο αὐτό διαβιβάζεται διά τῶν ἀποστόλων στούς προφῆτες, εὐαγγελιστές, ποιμένες καί διδασκάλους[27] γιά νά ἐξασφαλίζεται ἡ ἀπρόσκοπτη συνέχεια τῆς διδακτικῆς καί μυστηριακῆς ἑνότητας. Ἐάν ἡ οὐσία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐξ᾽ ἀρχῆς εἶναι ἡ ἑνότητα ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ στήν πίστη καί ἐν τῇ Εὐχαριστία, τότε τό σχίσμα ἔχει καί δογματική σημασία, ἀφοῦ διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, κάτι τό ὁποῖο ὑπαινίσσεται καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος στήν ἑρμηνεία του στό Α´ Κορινθίους ια´, 18-19: «… συμμορίας ποιησάμενοι καθ᾽ ἑαυτούς καί αὐτοχειροτόνητοι γενόμενοί τινες, προειστήκεσαν τοῦ πλήθους, καί οἱ μέν τούτοις, οἱ δέ ἐκείνοις ἑαυτούς προσένεμον, τοῖς μέν ὡς πλουσίοις, τοῖς δέ ὡς σοφοῖς καί πλέον τι δυναμένοις διδάσκειν … Καί ἦν τοῦτο οὐ μικρόν, ἀλλά πάντων ὀλεθριώτερον, τό διεσπάσθαι τήν Ἐκκλησίαν».[28]

Ἔτσι ἀπό τούς πρώτους ἀποστολικούς χρόνους ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἑδραιώνεται στό Βάπτισμα, τήν Εὐχαριστία, τήν πίστη, τήν ἀγάπη καί τόν ἁγιασμό.[29] Ἐκφραστές τῆς μυστηριακῆς καί πρακτικῆς ἑνότητας μέσα στήν ἀρχική πορεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ ἀμέσως διάδοχοι τους ἐπίσκοποι.[30] Ἡ πίστη καί ἡ μυστηριακή πράξη ὡς πραγματικό γεγονός δέν εἶναι ἕνα ἀτομικό πρᾶγμα, ἀλλά κοινωνία ὅλων τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι συνδέονται μέ τήν ἀποστολική διαδοχή μέσῳ τῶν ἐπισκόπων, ὡς προεστώτων τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως, κάτι τό ὁποῖο ἀναδεικνύει στήν πράξη καί τήν κανονική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.[31]

Σύμφωνα μέ τόν Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, «ὁ ἐπίσκοπος ὡς συνδεόμενος ἀμέσως μέ τήν Θ. Εὐχαριστίαν ἐκπροσωπεῖ τήν τοπικήν Ἐκκλησίαν, καθ᾽ ὅν τρόπον ὁ ὅλος Χριστός ἐκπροσωπεῖ τήν καθόλου ἤ καθολικήν Ἐκκλησίαν…. Ἡ παρουσία της (σημ. τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας) εἰς τήν Ἱστορίαν ἀκολουθεῖ τήν γραμμήν, τήν ὁποίαν ἐν θαυμαστῇ συντομίᾳ καί περιεκτικότητι μᾶς παρουσιάζει ὁ Ἰγνάτιος, καί ἡ ὁποία παραδόξως παραβλέπεται ὑπό τῆς ἐρεύνης: μία Ἐκκλησία, μία Εὐχαριστία, μία σάρξ καί ἕν ποτήριον, ἕν θυσιαστήριον, εἷς ἐπίσκοπος ἅμα τῷ πρεσβυτερίῳ καί τοῖς διακόνοις».[32] Ἡ διαφοροποίηση ἀπό αὐτή τήν ἐκκλησιολογική ἀρχή ἐπιφέρει τήν διάσπαση τῆς καθολικότητας καί ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας.

Περαίνοντες τήν προσαγόρευσή μας αὐτή Μακαριώτατε, στρέφομεν τόν νοῦν καί τήν καρδίαν μας προσευχητικά πρός τόν Κύριον καί Ἀρχιποιμένα τῆς Ἐκκλησίας μας Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν καί Σωτῆρα τοῦ Σώματός της καί δεόμεθα καί παρακαλοῦμεν Αὐτόν, διά τῶν πρεσβειῶν πάντων τῶν ἐν Κύπρῳ διαλαμψάντων Ἁγίων:

«Πανάγαθε Κύριε στέρεωσον τόν νέο ἡμῶν Προκαθήμενον ἐν τῇ πίστει τῆς ἀληθείας σου, κόσμησον αὐτόν διά τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Παναγίου σου Πνεύματος καί τῆς καθόλου ἀρετῆς, ἀνάδειξον αὐτόν Πατέρα γνήσιον καί κατάστησον αὐτόν καταφυγήν καί παρηγορίαν τῶν πιστῶν, τῶν προσφευγόντων τῇ θείᾳ σου ἀγάπῃ καί φιλανθρωπίᾳ, ἐνίσχυσον αὐτόν καί ἐνδυνάμωσον διά τῆς θείας σου χάριτος, ἐν ὑγείᾳ καί μακροημέρευσιν, ὑπομονῇ ἐν ταῖς δοκιμασίαις καί θλιψεσιν, ἐπιτελῶν τά ἔργα αὐτοῦ πρός πνευματικήν οἰκοδομήν τοῦ ποιμνίου τῆς Ἐκκλησίας, διατηρῶν ἐν αὐτῇ τήν μυστηριακήν καί εὐχαριστιακήν ἑνότητα, συνεργαζόμενος καί συμπορευόμενος ἐν εἰρήνῃ καί ἀγάπῃ μετά τῶν ἁγίων Ἀρχιερέων καί Ἀρχόντων τῆς Πατρίδος ἡμῶν, διαπορευόμενος ἐν ὁμονοίᾳ καί ἑνότητι πνευματική ἄχρι τέλους τήν Ἀρχιεπισκοπικήν αὐτοῦ διακονίαν, προσβλέπων αὐτός τε καί ἡμεῖς τήν μακαρίαν δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ἦν παρέχῃ τοῖς ἀγαπῶσιν τήν ἐπιφάνειαν Αὐτοῦ, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰῶνων». Ἀμήν.

Εἰς πολλά ἔτη Δέσποτα καί πνευματικά καρποφορά. Ὡς εὖ παρέστειτε στήν καθ᾽ ἡμᾶς Ἱεράν Ἀρχιεπισκοπήν Κύπρου.

Βιβλιογραφία 

[1] Α´ Κορ. α´, 16-29. Ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ὀρθά παρατηρεῖ ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στό χωρίο Α´ Κορινθίους α´, 18,19, «ἄν καί διαστέλλει τήν Ἐκκλησία ἀπό τά σχίσματα καί τίς αἱρέσεις, ἐντούτοις τονίζει ὅτι ἡ ὕπαρξή τους, ὑπό ὁποιαδήποτε μορφή διαφοροποίησης καί ἄν ἐκφράζεται δέν συνεπάγεται καί τήν ἀλλοίωση τῆς πραγματικῆς ἔννοιας τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω καί ἄν δοκιμάζεται προσωρινά ἡ ἑνότητά της». Βλ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσόστομου Σαββάτου, «Ἡ περί ἑνότητας καί καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας διδασκαλία τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου μέ βάση τήν Παύλεια Ἐκκλησιολογία καί ἡ Οἰκουμενική σημασία της», Ἀνάτυπο ἀπό τόν Τόμο Πρακτικά Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, «Ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο στόν Ἱερό Χρυσόστομο», Βέροια 2007, σελ. 247.

[2] Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης ἐξηγεῖ ὅτι στήν Καινή Διαθήκη ἡ ἀναφορά στήν «κατ᾽ οἶκον» σύναξη ἀναφέρεται στήν σύναξη τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τῶν πιστῶν, σέ συγκεκριμμένο χώρο, πρός τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καί ὄχι ἁπλῶς ἡ μία συγκεκριμμένη οἰκογένεια, ἡ ὁποία ζεῖ κατά Χριστό. Βλ. Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί τῷ Ἐπισκόπῳ κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 20093, σελ. 33 καί 64 καί ἑξῆς.

[3] Πράξ. β´, 44-57.

[4] Ἐφεσ. δ´, 4-6 καί 13, 16. Πρβλ. Ρωμ. ιβ´,16∙ ιε´, 5. Β´ Κορ. ιγ´, 11. Φιλ. β´, 2. δ´, 2. Ἰωάν. ιγ´, 35. Β´ Κορ. ε´, 14. Ἐπίσης ἐνδεικτική εἶναι καί ἡ ἀναφορά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι ὅσοι ἀναγεννήθηκαν ἐν Χριστῷ «εἶναι ἐρριζωμἐνοι καί ἐπικοδομούμενοι ἐν αὐτῷ» (Κολ. β´, 7) καθότι «ἐν ἑνί Πνεύματι ἡμεῖς πάντες εἰς ἕν σῶμα ἐβαπτίσθημεν» (Β´ Κορ. ιβ´, 13).

[5] Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ὅ.π., σελ 51 καί ἑξῆς. Ἰωάννη Ι. Πέτρου, Ἡ ἑνότητα καί διάσπαση τῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν κατά τόν Μέγα Βασίλειο, μέρος Α´, Τά θεμέλια τῆς ἑνότητας, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 19 καί ἑξῆς.

[6] Νικολάου Α. Ματσούκα, Γένεσις καί οὐσία τοῦ Ὀρθοδόξου Δόγματος, (Ἀνάλεκτα Βλατάδων 2), ἐκδ. Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1969, σελ. 90 καί ἑξῆς.

[7] Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἔργα Α´, Ἐκκλησιολογικά μελετήματα, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2016, σελ. 152 καί ἑξῆς.

[8] Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, ὅ.π., σελ. 117.

[9] Πρβλ. Νικολάου Ματσούκα, Γένεσις καί οὐσία τοῦ Ὀρθοδόξου Δόγματος, ὅ.π. Ἡ ἀρχαιότητα τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας κατοχυρώνεται ὡς αὐθεντική στήν κατ᾽ ἐπανάληψη ἀδιαίρετη συνέχεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς (Παράδοση).

[10] Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, I, 7.13, σελ. 15-16 [= PG 67, 57D]: «δύναται γάρ καί τό τῆς συνόδου τιμίον ὑμῖν ἀκέραιον σῴζεσθαι καί μία καί ἡ αὐτὴ κατὰ πάντων κοινωνία τηρεῖσθαι». Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ὅ.π., σελ. ?: «Ἡ εὐχαριστία εἶναι τό μυστικόν κέντρον καί ἡ πνευματική πηγή τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς καθολικῆς ἑνότητός της».

[11] Εὐσεβίου Καισαρείας, Εἰς τὸν βίον Κωνσταντίνου βασιλέως, ΙΙ, 65 καί ΙΙ, 67, ἔκδ. Friedhelm Winkelmann, Eusebius Werke, Band 1/Teil 1, Über das Leben des Kaisers Konstantin, (Griechischen christlichen Schriftsteller der ersten drei Jahrhunderte), ἐκδ. Walter De Gruyter, Berlin – New York 2008, σελ. 74.

[12] Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἔργα Α´, Ἐκκλησιολογικά Μελετήματα, ὅ.π., σελ. 651 καί ἑξῆς. Παρουσιάζει μέσα ἀπό τίς πηγές τήν ἐξέλιξη τῆς συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τίς τοπικές ἐκκλησιαστικές κοινότητες τῆς ἀποστολικῆς καί ἀρχαίας Ἐκκλησίας, στήν μετάβαση τῶν ἐπαρχιακῶν καί τοπικῶν Συνόδων τῶν ἐπισκόπων, γιά νά καταλήξει ὅτι καί στήν Ἀνατολή, «ἄρχισε νά ἐπικρατεῖ τόν 4ο αἰῶνα ἡ ἰδέα τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἑνός οἰκουμενικοῦ σώματος, ἀφοῦ ἡ ἰδέα τῆς μοναδικότητάς της ἦταν παράλληλη, ἤ πολλές φορές ταυτόσημη, μέ τή μοναδικότητα τῆς χριστιανικῆς “οἰκουμένης”. Ἀκριβῶς αὐτή ἡ ἰδέα βρίσκει ρητή διατύπωση τήν παραμονή τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στή συνοδική ἐπιστολή τῆς Ἀντιοχειανῆς Συνόδου τοῦ 325, ὅπου δηλώνεται ὅτι ἡ Καθολική Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα σέ ὄλους τούς τόπους, μονολότι τά ἐνδιαιτήματα τῶν συνελεύσεών της μπορεῖ νά εἶναι πολλά» (σελ. 676).

[13] Ὅ.π., σελ. 680: «Φαίνεται νά ὑπάρχει μιά ἐγγενής σχέση ἀνάμεσα στή συνοδικότητα καί στή λειτουργική ζωή στήν ἀρχαία Ἐκκλησία … σκοπός της (τῆς συνοδικῆς συνεργασίας) ἐμφανίζεται νά εἶναι πάντοτε ἡ καθοδήγηση τῆς Ἐκκλησίας στή μυστηριακή ἑνότητα».

[14] Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ι, 6.27, σελ. 10 [= PG 67, 52A].

[15] Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἔργα Α´, Ἐκκλησιολογικά Μελετήματα, ὅ.π., σελ. 570 καί ἑξῆς: «Ἐνῶ αὐτό ἀπέδειξε ὅτι τό λειτούργημα τοῦ ἐπισκόπου ἦταν οὐσιῶδες γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στό τοπικό ἐπίπεδο, οἱ ἀνάγκες γιά μιά παρόμοια ἑνότητα στό παγκόσμιο ἐπίπεδο μποροῦσαν ν᾽ ἀντιμετωπιστοῦν μόνο μέσῳ τοῦ ἰδίου λειτουργήματος, ἄν ἔπρεπε νά ὑπάρχει πιστότητα στήν ἀρχική ἐπιλογή γιά τήν πληρότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας … Αὐτό ἔκανε τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μιά ἑνότητα κοινοτήτων καί ὄχι ἀτόμων, πράγμα πού θά συνέβαινε ἄν δέν ὑπῆρχε ἐπισκοπικό λειτούργημα, μέσῳ τοῦ ὁποίου οἱ χριστιανοί ὡς ἄτομα συνδέονται μέ τήν Ἐκκλησία μέσα στόν κόσμο». Πρβλ. καί Χρήστου Βούλγαρη, Ἡ ἑνότης τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅ.π., σελ. 16, 17.

[16] Σωζομενοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ι, 21.4-5, ἔκδ. Joseph Bidez καί Günther Christian Hansen, Sozomenus. Kirchengeschichte, (Die griechischen christlichen Schriftsteller der ersten Jahrhunderte 4), ἐκδ. Walter De Gruyter, Berlin – New York 1995, σελ. 42-43 [= PG 67, 924ΑΒ]. Ὁ ἱστορικός Σωζομενός ἀναφερόμενος στίς ἀποφάσεις τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τή διασφάλισή τους ἀπό τόν Βασιλέα, ἀναφέρει ὅτι αὐτός ἔγραψε «τοῖς πανταχῇ ἐπισκόποις καί λαοῖς (δηλαδή στήν ἀνά τήν οἰκουμένη Καθολική Ἐκκλησία) νομοθετῶν…» καί λίγο παρά κάτω σημειώνει «… τῇ δέ Νικομηδέων Ἐκκλησίᾳ (δηλαδή στήν τοπική ἐκκλησιαστική κοινότητα καί ὄχι σέ μεμονωμένα πρόσωπα) ἔγραψεν, ἔχεσθαι τῆς πίστεως ἥν ἡ σύνοδος παρέδωκεν· ὀρθοδόξους δέ προβάλλεσθαι ἐπισκόπους καί τούτους, καί τούτοις (ὡς προεστῶτες τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας) πείθεσθαι».

[17] George Leonard Prestige, Fathers and Heretics, ἐκδ. Society for Promoting Christian Knowledge, London 1958, σελ. 12 καί ἑξῆς.

[18] Σωζομενοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ι, 23.1-5, σελ. 44-45 [= PG 67, 922ΒD]. Ἀναφερόμενος στό καθόλου ἔργο τῆς συνόδου τῆς Νικαίας παρατηρεῖ ὅτι, «ἡ δέ σύνοδος (τῶν ἐπισκόπων ὡς προεστώτων τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων τῆς ἀνά τήν οἰκουμένην Ἐκκλησίας) ἐπανορθῶσαι τόν βίον σπουδάζουσα τῶν περί τάς ἐκκλησίας διατριβόντων ἔθετο νόμους οὕς κανόνας ὀναμάζουσι … νόμους ἀνεγράψατο, καθ᾽ οὕς πολιτεύεσθαι προσήκει τά τῆς Ἐκκλησίας πράγματα». Ἀκόμα περιγράφει τά μετά τῆς ἀποδείξεως τῆς ἀθωότητας τοῦ Μ. Ἀθανασίου ἀπό τίς κατηγορίες τῶν ἀντιπάλων τῆς συνόδου τῆς Νικαίας, καί παρουσιάζει τόν Βασιλέα νά ὑπενθυμίζει στούς ἐπισκόπους πιό εἶναι τό καθ᾽ αὐτό ἔργο τους: «ἔχεσθε τῆς ἱερωσύνης ἐπιμελῶς, καί τῆς τοῦ λαοῦ εὐταξίας καί εὐσεβείας προνοεῖν», ΙΙ, 23.6, σελ. 81 [=PG 67, 996Α].

[19] Εὐσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ΙV, 22.3, ἔκδ. Gustav Bardy, Eusèbe de Césarée, Histoire Ecclésiastique, Livres I-IV, (Sources Chrétiennes 31), ἐκδ. Les Éditions du Cerf, Paris 1952, σελ. 200. Ὁ ἐπίσκοπος ὡς αὐθεντικός φορέας τῆς καθόλου παραδόσεως τοποθετεῖται «ἐν ἑκάστῃ δὲ διαδοχῇ καί ἐν ἑκάστῃ πόλει οὔτως ἔχει ὡς ὁ νόμος κηρύσσει καί οἱ προφῆται καί ὁ Κύριος».

[20] Ἰωάννου Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, ὅ.π., σελ. 18 καί ἑξῆς.

[21] Εἰρηναίου, Ἔλεγχος, Ι, 10.1 PG 7, 549AB.

[22] Νικολάου Ματσούκα, Γένεσις καί ούσία τοῦ Ὀρθοδόξου Δόγματος, ὅ.π., σελ. 90: «Ἡ ἀλήθεια συνεπῶς περί τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καί τοῦ κανόνος τῆς πίστεως δέν ἐξαντλεῖται εἴς τινα ἐξωτερικόν ὑλικόν σκελετόν, ἀλλά θεωρεῖται ὑπό διπλήν σημασίαν, ἥτοι ὡς αὐτό τοῦτο τό γεγονός τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας ἐνυλωμένον ἐντός τῶν μορφῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἐπαναλαμβανόμενον ἤ παραδιδόμενον, καί ὡς τό μετ᾽ αὐτοῦ ὀργανικῶς καί χαρισματικῶς συνδεδεμένον ἐκκλησιαστικόν σῶμα τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς».

[23] Χρήστου Βούλγαρη, Ἡ ἑνότης τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅ.π., σελ. 409 καί ἑξῆς. Πέτρου Βασιλειάδη, «Αἱρέσεις ἤ θεολογικές τάσεις στόν ἀρχέγονο Χριστιανισμό», ὅ.π., σελ. 116. Συνοψίζοντας τίς θεολογικές τάσεις στήν πρώτη Ἐκκλησία παρατηρεῖ ὅτι τό ἐκκλησιολογικό ὑπόβαθρο τοῦ Εὐαγγελίου, «πού ἀπετέλεσε καί τόν πυρήνα τοῦ Συμβόλου τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γίνεται αἰσθητό στίς ἐκφράσεις “ἐν Χριστῷ” καί “σῶμα Χριστοῦ” τοῦ Παύλου, ὁ ὁποῖος ὅπως εἶναι γνωστό ὑπῆρξε ὁ κατ᾽ ἐξοχήν ὑπέρμαχος τῆς περί Σταυροῦ καί Ἀναστάσεως χριστολογίας. Ἡ περί Ἐκκλησίας ὀρθόδοξη ἀντίληψη, πού πρῶτος ὁ Παῦλος ἐπεξεργάστηκε, ἀποτελεῖ ἐπιστέγασμα καί ἀναγκαῖο ἐπακόλουθο τῆς περί Σταυροῦ καί Ἀναστάσεως ἀρχέγονης χριστιανικῆς ὁμολογίας. Καί ἡ ὁμολογία αὐτή, πού ἐκφράζεται πολύ χαρακτηριστικά στό φιλολογικό εἶδος, “εὐαγγέλιο”, βοήθησε τή μεταγενέστερη ὀρθόδοξη χριστιανική φιλολογία νά διακηρύξει ἕνα πολύ βασικό στοιχεῖο: πώς ἡ χριστιανική πίστη εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν ἱστορία, καί πώς τό βασικό της κριτήριο εἶναι ὁ ἱστορικός Ἰησοῦς». Περισσότερα γιά τό θέμα τῆς ἱστορικοδογματικῆς πορείας τοῦ σχίσματος στούς ἀποστολικούς χρόνους βλέπε Ἀρχιμ. Διονυσίου Χατζηαντωνίου, Ἔννοια καί περιεχόμενο τοῦ σχίσματος, ὅ.π., στό κεφάλαιο «Αἵρεση» καί «Σχίσμα» στήν Καινή Διαθήκη, σελ. 77-140. Νικολάου Ματσούκα, Ὀρθοδοξία καί αἵρεση, ὅ.π, στό κεφάλαιο «Ἀρχέγονη κοίτη τῆς Ἀλήθειας», σελ. 57 καί ἑξῆς.

[24] Α´ Κορ. ιβ´, 20-28. Πρβλ. Ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέβτιτς, Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παῦλου κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1984, ὅπου σχολιάζει τόν λόγο τοῦ Ἀπ. Παῦλου στήν Α´ Κορινθίους γ´, 10-11 «θεμέλιον γάρ ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός» καί σημειώνει ὅτι «ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν δέν τό ἔγραψε αὐτό μονάχα γιά τούς χριστιανούς τῆς Κορίνθου, πού εἶχαν σχίσματα ἀνάμεσά τους, ἀλλά γιά ὅλους τούς χριστιανούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, καταδικάζοντας ἔτσι καί ὅλες τίς μελλοντικές αἱρέσεις καί τά σχίσματα».

[25] Ἐφεσ. α´, 23. Πρβλ. Ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέβτιτς, Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παῦλου, ὅ.π., σελ. 97 καί ἑξῆς.

[26] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἐφεσίους, Γ´, β´, PG 62, 26.

[27] Α´ Κορ. ιβ´, 28.

[28] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὑπόθεσις τῆς Πρὸς Κορινθίους Πρώτης Ἐπιστολῆς, PG 61, 11. Ἀρκετοί ἑρμηνευτές, μελετητές καί σχολιαστές τοῦ σχετικοῦ χωρίου θεωροῦν ὅτι τά σχίσματα καί οἱ αἱρέσεις δέν ἔχουν δογματική ἔννοια, οὔτε πρόκειται περί ὁμάδων, ἀλλά γιά ἄτομα τά ὁποῖα προκαλοῦσαν διαιρέσεις στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό φιλαρχία καί φιλονεικία. Πρβλ. Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, ὅ.π., σελ. 121. Ἀρχιμ. Διονυσίου Χατζηαντωνίου, Ἔννοια καί περιεχόμενο τοῦ σχίσματος, ὅ.π., σελ. 112 καί ἑξῆς.

[29] Πρβλ. Ἐφεσ. δ´, 5, 13, 16. Ρωμ. ιβ´, 16· ιε´, 5. Β´ Κορ. ε´, 14· ιγ´, 11. Φιλ. β´, 2· δ´, 2. Ἰωάν. ιγ´, 35.

[30] Herny Chadwick, “The Role of the Bishop in Ancient Society”, στό: Heresy and the Orthodoxy in the Early Church, III, (Collected studies series 342), ἐκδ. Variorum, Aldershot, Hampshire 1991.

[31] Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἔργα Α´, Ἐκκλησιολογικά Μελετήματα, ὅ.π., σελ. 554 καί ἑξῆς. Χρήστου Βούλγαρη, Ἡ ἑνότης τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅ.π., σελ. 372. Κωνσταντίνου Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων, ὅ.π., σελ. 485 καί ἑξῆς.

[32] Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, ὅ.π., σελ. 98 καί ἑξῆς.

Ενθρονιστήριος Λόγος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Γεωργίου:

8 Ιανουαρίου 2023

Εξοχώτατε κ. Πρόεδρε της Δημοκρατίας,

Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος,

Εξοχωτάτη κ. Υπουργέ Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδος,

Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αδελφοί, Μέλη της Ιεράς Συνόδου και Εκπρόσωποι των κατά τόπους αγίων του Θεού Εκκλησιών,

Εκλεκτοί προσκεκλημένοι,

Λαέ του Θεού περιούσιε,

Ιστάμενος ήδη επί της υψηλής αυτής σκοπιάς στην οποία με οδήγησε του λαού η τιμία ψήφος, της Ιεράς Συνόδου η επίνευση και του Θεού η άφατος συγκατάβαση, διερευνώ της Θείας Πρόνοιας τις δαιδαλώδεις ατραπούς γύρω από το πρόσωπό μου. Αναζητώντας τους τρόπους κλήσης του Θεού, αναμιμνήσκομαι την είσοδο του πατέρα μου στην ιερωσύνη, μεσούντος του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα, και συγκλονίζομαι στο γεγονός ότι αυτή με συνέδεσε από τότε, από την παιδική μου ηλικία, σταθερά και ευεργετικά με την Εκκλησία. Χάρις σ’ αυτή τη σύνδεση μπόρεσα από νωρίς να σκεφτώ διαφορετικά τον κόσμο, να συνομιλήσω με το παρελθόν, να αναζητήσω την ουσία κάτω από τις λέξεις, το πραγματικό πίσω από την εικόνα. Διερωτώμαι, ύστερα, αν γι’ αυτό τον λόγο, προετοιμάζοντας την ώρα αυτή ωδήγησε, αργότερα, ο Θεός τα βήματά μου στη Χημεία και στη Θεολογία, για την με επίγνωση εξέταση του κόσμου και των θείων. Αν με προγύμνασε στην Χωρεπισκοπή Αρσινόης, φέροντάς με σε επαφή, με την καθοδήγηση του μακαριστού προκατόχου μου, με τα ποικίλα προβλήματα του λαού κι αν με ωρίμασε στη Μητρόπολη Πάφου, προβάλλοντάς με ποιμένα στο τοπικό ποίμνιο, πορευόμενον έμπροσθεν των προβάτων. Είναι άραγε όλα αυτά κλήση Θεού, ή Θεού ανοχή; Μα, παραφράζοντας τον Αισχύλο θα έλεγα: «Τί βροτοίς άνευ Θεού τελείται;»

Ταυτόχρονα αναλογίζομαι από της υψηλής αυτής σκοπιάς το ύψος και το βάθος της ευθύνης που μου αναθέτει σήμερα ο Θεός. Στην ακραία αυτή Ελληνική γη, στη γωνιά αυτή των νοτίων συνόρων του Έθνους, ο Τεύκρος και ο Αγαπήνορας, οι διάδοχοι του Μ. Αλεξάνδρου, ο μεσαιωνικός Διγενής, εχάραξαν με το πέρασμά τους την εθνική ταυτότητα της Κύπρου. Κι οι Απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος, η χορεία των ασκητών και των μαρτύρων μας, συνέδεσαν με άρρηκτους δεσμούς τον Χριστιανισμό με την Ελληνική ιδέα. Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, στη ζωή της Κύπρου, τον πρώτο λόγο τον έχει η Εκκλησία της. Κι ότι προς εμέ, ως νέον Προκαθήμενόν της, στρέφονται όλων, σήμερα, τα βλέμματα.

Στην ιστορική πορεία του ο θεοσεβής λαός μας ευτύχησε να έχει ως προστάτες και καθοδηγητές του, εκκλησιαστικά πρόσωπα ανυπέρβλητα. Στους τελευταίους αιώνες, έναν υπέροχο εθνομάρτυρα, τον Κυπριανό. Έναν εφάμιλλον εκείνου Λεόντιο, ένα Μακάριο που ενσάρκωσε στο πρόσωπό του τους πόθους γενεών αμέτρητων για απελευθέρωση. Ο λαός αυτός δεν μπορεί παρά να έχει παρόμοιες απαιτήσεις και από εμένα. Γι’ αυτό και αισθάνομαι τον χείμαρρο των αμφιβολιών να με κλονίζει μπροστά στις κολοσσιαίες απαιτήσεις του θρόνου τούτου. Στον θρόνο τούτο ανήλθαν από πολύ νωρίς μορφές απαράμιλλου πνευματικού ύψους. Βαρνάβας ο Απόστολος, ο οποίος «διά τοῦ Εὐαγγελίου εἰς Χριστόν ἡμᾶς ἐγέννησεν». Επιφάνιος ο Μέγας, ο οποίος εξήλειψε την ειδωλολατρία από τη νήσο. Ανθέμιος ο κλεινός, ο οποίος έγινεν αίτιος η Εκκλησία μας να τιμηθεί «βασιλείοις δωρήμασι και αυτεξουσίοις χαρίσμασιν». Από τον θρόνο τούτο κατήλθεν ο Κυπριανός για να ανέλθει στην αγχόνη του εθνικού μαρτυρίου. Από τον θρόνο τούτο εσύρθη κι ο Μακάριος για να πορευθεί στην πικράν εξορίαν.

Απ’ αυτούς παραλαμβάνω σήμερα τον σταυρό για συνέχιση της σταυρικής πορείας μέχρι την ημέρα της Ανάστασης, την ημέρα της ποθητής απελευθέρωσης. Στη συνείδηση της Ιστορίας βαρύνει το ένδοξο παρελθόν αυτού του Θρόνου, το οποίον, έχω επίγνωση ότι πρέπει να βιωθεί και ως παρόν για να δημιουργήσει ένα μέλλον αντάξιο του παρελθόντος. Γι’ αυτό και τα γόνατά μου λυγίζουν μπροστά στη μεγάλη ευθύνη.

Σ’ όλους τους σκοτεινούς αιώνες της δουλείας η Ιερά αυτή Αρχιεπισκοπή πέραν από πνευματικός φάρος ήταν κι ένα εργαστήριο εθνικών ιδεών. Σ’ όλους αυτούς τους ασέληνους αιώνες η καρδιά του Κυπριακού Ελληνισμού κτυπούσε και θερμαινόταν στην εθνική αυτή εστία.

Μπορεί σε άλλους Χριστιανικούς λαούς οι αιώνες να έχουν μεταβάλει τον σταυρό του Χριστού σε θρόνο· τη χλαμύδα του σε πορφύρα· τον στέφανον εξ’ ακανθών σε στέφανον μυρίπνοων ανθέων και τον κάλαμο σε σκήπτρον. Για μας, στην Κύπρο, και τον Αρχιεπίσκοπό της, ο σταυρός παραμένει σταυρός μαρτυρίου, η χλαμύδα μετατρέπεται σε ράκη με τα οποία καλύπτει τις πληγές του λαού, ο ακάνθινος στέφανος καθίσταται ορατό σημείον της επαχθούς δουλείας της πατρίδας μας, κι ο κάλαμος το μέσον απ’ όπου διαβιβάζεται το όξος της πικρής δουλείας στον λαό μας.

Γι’ αυτό και ορρωδώ μπροστά στο εγχείρημα. Το ν’ ακούεις τον απόηχο είκοσι αιώνων αποστολικών βηματισμών πίσω σου, είναι εξόχως ενθαρρυντικό. Όταν, όμως, μπροστά σου προβάλλουν αξεπέραστα, κατά άνθρωπον, εμπόδια, όταν «ο πλους εν νυκτί και πυρσός ουδαμού», νιώθεις την εξουθένωση. Πώς με σαγήνεψε, στ’ αλήθεια, το ύψος του Γολγοθά κι η λάμψη του σταυρού και δεν διέκρινα πως στεναγμοί και πόνοι και αίμα και δάκρυα είναι του Γολγοθά και του σταυρού τα σημεία; Πώς θα μπορέσω κι εγώ, μιμούμενος τους γίγαντες προκατόχους μου, να γίνω όχι μόνον «θρόνων διάδοχος», αλλά και «τρόπων μέτοχος αυτών;» Να φανώ κι εγώ «λαμπρός από του λόγου και των δογμάτων», αλλά «και από του βίου και των πραγμάτων;» Χρειάζεται πίστη σταθερή στον καλούντα με και υποσχόμενον ότι «μετ’ εμού έσται». Τον προτρέποντά με «ίσχυε και ανδρίζου» «ότι μετά σου πορεύσομαι πάσας τας ημέρας της ζωής σου».

Ακούω και τον Μέγαν Παύλο να με διαβεβαιώνει ότι «ουχ ικανοί εσμέν αφ’ εαυτών, αλλ’ η ικανότης ημών εκ του Θεού (Β΄ Κορ. 3, 5), κι αναθαρρώ. Εκείνος είναι διαιρών τα χαρίσματα, ο εκλέγων και αποστέλλων τους ποιμένας και διδασκάλους «προς καταρτισμόν των αγίων εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού» (Εφ. 4, 12).

Γι’ αυτό, καίτοι «άνθρωπος ασθένειαν περικείμενος» (Εβρ. 5, 13), αποδέχομαι το θείο πρόσταγμα, ελπίζοντας στη βοήθεια του Θεού «εν ω επεστηρίχθην από γαστρός, εκ κοιλίας μητρός μου» (Ψαλμ. 70, 6). Μέσα στο εορταστικό κλίμα των ημερών της εν Ιορδάνη Θεοφανείας και «εν πληθούση Εκκλησία», «ήκω του ποιήσαι το θέλημά σου ο Θεός» (Εβρ. 10, 7).

Παρά τα έντονα συναισθήματα που κατακλύζουν αυτή τη στιγμή την ψυχή μου, αναφωνώντας κι εγώ με τον ψαλμωδό: «ευλογητός ο Θεός ο εγείρων από γης πτωχόν και από κοπρίας ανυψών πένητα, του καθίσαι αυτόν μετά αρχόντων, μετά αρχόντων λαού αυτού», θα προσπαθήσω να «πληροφορήσω την διακονίαν μου», να περιγράψω αδρομερώς τα πλαίσια μέσα στα οποία από αύριο θα κινηθώ.

Η Εκκλησία είναι ασφαλώς το καταφύγιο όλων των ανθρώπων. Σ’ αυτήν θα ανατρέξουν άπαντες ζητώντας λύση των ποικίλων προβλημάτων τους, απαντήσεις σε βασανιστικά ερωτήματά τους, προσανατολισμό στα ποικίλα αδιέξοδά τους. Είναι φυσικό και προς εμένα να στρέψουν τους δέκτες της ψυχής τους ζητώντας καθοδήγηση. Κι είναι καθήκον μας να συμπαρασταθούμε και να βοηθήσουμε τον κάθε άνθρωπο.

Ο άνθρωπος του 21ου αιώνα έχει, κυριολεκτικά, απορρυθμιστεί. Θεμέλια, τα οποία οι αιώνες και ο αγώνας υπέροχων ανθρώπων διά μέσου πολλών αιώνων έθεσαν ως κρηπίδα του πολιτισμού, διασαλεύονται και κατακρημνίζονται. Ο άνθρωπος του 21ου αιώνα διέρχεται τον πλάνητα βίο του ως ο άσωτος της παραβολής, πεθυμώντας να χορτασθεί «από των κερατίων ων εσθίουσιν οι χοίροι». Ο άνθρωπος ζει σήμερα μιαν τραγωδία. Πάνω στα πιο άστατα πράγματα της ζωής προσπαθεί να κτίσει το οικοδόμημα της ευτυχίας του, παρασυρόμενος πολλές φορές από επιτήδειους. Στις μέρες μας τα πανίσχυρα μέσα επικοινωνίας δεν μεταδίδουν απλώς πληροφορίες αλλά διαμορφώνουν απόψεις για τη ζωή και το νόημά της, κατευθύνουν επιθυμίες και ανάγκες, επηρεάζουν τον αξιολογικό προσανατολισμό των ανθρώπων. Παραδόσεις αιώνων αποδυναμώνονται, σύμβολα διαβρώνονται, η πρόοδος συγχέεται με την ευζωΐα. Η ανθρωπότητα γίνεται παίγνιον στα χέρια των ολίγων.

Κι από την άλλη, η νεότητα βαδίζει, σήμερα, εν πολλοίς, χωρίς τον προσανατολισμό που επιβάλλει η λογική. Τόσες αθλιότητες βλέπει, τόσα ηχητικά σκύβαλα μαζεύει η ακοή της, πώς να γυμναστεί πάνω στις έννοιες του ευγενούς και του καλού; Βίαν και απανθρωπίαν εισπράττει, βίαν και απανθρωπίαν ανταποδίδει στους δρόμους, στα σχολεία, στα γήπεδα, παντού. Συγχέουν, νέοι και γέροι, είτε από αμάθεια, είτε από σκοπιμότητα προπαγανδιστική, την έννοια «παράδοση» με την έννοια «οπισθοδρόμηση» και προχωρούν σε αντίδραση.

Η πορεία της ανθρωπότητας δείχνει ότι η πολυδιάστατη κρίση που μαστίζει τον σύγχρονο κόσμο, θα συνεχίσει να επιδεινώνεται και, αναπόδραστα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα αναζητούν γύρω τους πηγή νοήματος ζωής. Θα ψάχνουν εναγωνίως πού να στηρίξουν την ελπίδα τους και πού να βρουν παραμυθία στους ταλανισμούς τους. Και, αντίστοιχα, θα αυξάνει και η δική μας ευθύνη, η ευθύνη της Εκκλησίας απέναντι στον λαό του Θεού. Η επίλυση των προβλημάτων αυτών προϋπόθετε πάντα και την θεία επέμβαση. Την αλήθεια αυτή διατύπωσε με τρόπο προφητικό και συγκλονιστικό ο Αισχύλος στον Προμηθέα Δεσμώτη: «Τοιούδε μόχθου τέρμα μήτι προσδόκα, πριν αν θεών τις διάδοχος των σων πόνων φανεί».

Θεωρώ πρώτιστο καθήκον μου απέναντι στον λαό να εγκύψω με μεγάλη προσοχή στα θέμα αυτό. Και να τον πληροφορήσω πειστικά, όχι απλώς λεκτικά, πράγμα που ήδη το γνωρίζει, ότι Εκείνος που προσδοκούσε τόσους αιώνες η ανθρωπότητα, βρίσκεται εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια ανάμεσά μας. Στο «δος μοι πιείν» της αγωνιώδους παράκλησης της ανθρωπότητας, Εκείνος ανταποκρίνεται άμεσα. Το ύδωρ του είναι ανεξάντλητο. Θα πρέπει σήμερα η Εκκλησία, μιμούμενη τον Κύριό της, κι αυτό θα είναι το κύριο μέλημά μου, να δώσει το παρόν της στη διαλεκτική των πνευματικών ρευμάτων που διασταυρώνονται πάνω από τις κεφαλές των σύγχρονων ανθρώπων, να αποφασίσει να διαλεχθεί με την εποχή μας. Και τότε η μαρτυρία της θα γίνει ερμηνεία ζωής και διακονία ψυχής. Θα δώσει το ορθόδοξο ήθος και τη στάση ζωής που αναζητεί ο σημερινός άνθρωπος.

Το παράδειγμά μας θα βοηθήσει τα μέγιστα τον παραπαίοντα άνθρωπον. Λέγει χαρακτηριστικά ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος για τον Μελέτιο Αλεξανδρείας ότι «ου διδάσκων μόνον, ουδέ φθεγγόμενος αλλά και ορώμενος απλώς, ικανός ην άπασαν αρετής διδασκαλίαν εις την των ορώντων ψυχήν εισαγαγείν». Κι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει για τον Μέγα Βασίλειο ότι «εις αυτόν και το μειδίαμα πολλάκις έπαινος ην και το σιωπάν παραίνεσις», ώστε όλη η παρουσία του ήταν μια διαρκής διδαχή. Θα προσπαθήσω, του Θεού συνεργούντος, να γίνω κι εγώ «τύπος τῶν πιστῶν», «μηδενὶ διδοὺς ἀφορμὴν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία».

Ο Απ. Παύλος μέμφεται την ασυνέπεια των Χριστιανών εκείνων οι οποίοι, προκειμένου περί της πνευματικής τροφής, κοινωνούν όλοι εκ του αυτού σώματος του Χριστού και εκ του ενός ποτηρίου, προκειμένου, όμως, περί της υλικής τροφής και των υλικών αγαθών, ο καθένας έχει τα δικά του, ώστε «ὅς μὲν πεινᾷ, ὅς δὲ μεθύει» (Α’ Κορ. 11,21).

Και σ’ αυτά, τα πιο πεζά, θα δείξω επιμέλεια, συνεχίζοντας και επεκτείνοντας το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας προς όσους έχουν ανάγκη: Σ’ όσους δυσκολεύονται λόγω της οικονομικής ύφεσης να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της ζωής, σ’ όσους αδυνατούν να επιμεληθούν της υγείας τους, σ’ όσους απορούν να μορφώσουν τα παιδιά τους. Θα επεκταθεί και το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας. Οι εξαγγελίες για μέτρα εναντίον της υπογεννητικότητας, που συνιστά εθνικό πρόβλημα, και δημιουργίας φοιτητικών εστιών για στήριξη των απόρων φοιτητών τίθενται αμέσως σε εφαρμογή.

Στις μέρες μας πολλοί επηρεάζονται κι από έναν επιστημονισμό, που εκδηλώνεται όχι μόνο στο πρακτικό επίπεδο ως τεχνολογία, αλλά και στο διανοητικό επίπεδο. Οι πολλές γνώσεις της Επιστήμης συντείνουν, μαζί με την ενυπάρχουσα αμφισβήτηση των παραδεδομένων δομών και καταστάσεων, στη δημιουργία μιας λανθασμένης κοσμοθεωρίας και προκαλούν μιαν αδικαιολόγητη στάση ζωής. Ευμοίρησα να τύχω, πέραν της Θεολογικής, και μιας Επιστημονικής Παιδείας. Και φροντίζω παράλληλα, όσο μπορώ, να ενημερώνομαι για τις καθημερινές επιστημονικές εξελίξεις. Θα συνεχίσω να καταθέτω τη θέση της Εκκλησίας στα καίρια θέματα της έρευνας και της προόδου. Οι θέσεις της Επιστήμης δεν έρχονται ποτέ σε αντίθεση προς την Εκκλησία. Η επιστημονική γνώση δεν μπορεί με κανένα τρόπο να είναι λόγος για την άρνηση του Θεού. Αν υπάρχουν μερικοί επιστήμονες που παρουσιάζονται ως άθεοι, θα πρέπει να κατανοηθεί πώς η αθεΐα τους δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην Επιστήμη, αλλ’ είναι απλώς μια υπαρξιακή τοποθέτησή τους. Το ίδιο και αν κάποιοι κληρικοί ή θεολόγοι αμφισβητούν τα επιτεύγματα της Επιστήμης, η θέση τους αυτή δεν μπορεί να στηριχτεί στις θέσεις της Εκκλησίας. Συνιστά μιαν προσωπική τοποθέτησή τους.

Θα προσπαθήσω, ως εκ τούτου, πειστικά να μεταδώσω και στους πιστούς τη δική μου ακράδαντη πεποίθηση· ότι η Επιστημονική ανακάλυψη και η γνώση της φύσης είναι στάδιο αποκάλυψης του απειροδυνάμου Θεού. Ο Θεός αποκαλύπτει σήμερα το νόημα της δημιουργίας μέσω της Επιστήμης, κατά τον ίδιο τρόπο που αποκάλυψε το θέλημά του και μέσω άλλων ενεργειών του στην Ιστορία. Δεν θα πρέπει, εξάλλου, να ξεχνούμε, ότι ο άνθρωπος χρειάζεται να ακούσει τον λόγο του Θεού σε μια γλώσσα που καταλαβαίνει και στην οποία ανταποκρίνεται. Κι αναμφίβολα μια από τις διεθνείς γλώσσες σήμερα, που δεν γνωρίζει εθνικά ή άλλα σύνορα, είναι εκείνη της Επιστήμης.

Ο 21ος αιώνας είναι ο αιώνας των Βιοεπιστημών. Ήδη αυτές, όπως η κλωνοποίηση, η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, οι μεταμοσχεύσεις οργάνων, τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, και γενικά η γενετική τεχνολογία, προκαλούν στους πιστούς διλήμματα. Η Εκκλησία πρέπει να διατυπώσει τις απόψεις της, να υποδείξει τα όρια ανάμεσα στις θετικές και αρνητικές συνέπειες των Βιοεπιστημών και της Βιοτεχνολογίας στη ζωή μας, να προβάλει κριτήρια επιλογής πορείας μέσα από τους πολλούς και ποικίλους δρόμους που διανοίγονται και να δημιουργήσει αντιστάσεις στη συνεχώς αυξανόμενη πίεση για εφαρμογή στη ζωή των ανθρώπων των οποιωνδήποτε νέων εφευρέσεων ή ανακαλύψεων.

Εξαγγείλαμε ήδη τη σύσταση επιτροπής από πιστούς Επιστήμονες και Θεολόγους οι οποίοι και με τη συμμετοχή μου, θα εγκύψουμε στην Αγία Γραφή και την Ιερά μας Παράδοση και με προσευχή, επιμονή και σύντονη εργασία θα προσπαθήσουμε να βρούμε τις απαντήσεις, που ενυπάρχουν στη Γραφή, γύρω από τα φλέγοντα ερωτήματα της εποχής. Οι ηθικές και πνευματικές αρχές της ζωής, ο σεβασμός στο ανθρώπινο πρόσωπο, η ελευθερία και η αξιοπρέπειά του, είναι οι βασικοί άξονες, γύρω από τους οποίους θα στραφεί η προσπάθειά μας.

Ως Προκαθήμενο της Εκκλησίας σ’ ένα αλύτρωτο Ελληνικό μέρος, με απασχολούν ιδιαίτερα και τα θέματα της παιδείας μας. Η παιδεία είναι ουσιωδέστατο στοιχείο της ζωής και της επιβίωσης ενός λαού. Η επίδρασή της εκτείνεται σε χρόνο αφάνταστα μεγάλο, πολύ πιο πέρα από τα μαθητικά θρανία, και επηρεάζει αποφασιστικά μικρούς και μεγάλους, αυτό το ίδιο το έθνος. Η πνευματική άνωση ενός λαού εξαρτάται από την έκταση και την ποιότητα της παιδείας του.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε ο προστάτης της εθνικής παιδείας σ’ όλον τον υπόδουλο Ελληνισμό. Και στην Κύπρο, μέχρι την ίδρυση των πρώτων σχολείων -κι αυτών ιδρυθέντων από την Εκκλησία- ιερείς υπήρξαν οι θεματοφύλακες της ελληνικής παιδείας. Διατήρησαν, σαν άλλες εστιάδες παρθένοι, άσβεστο το φως της μάθησης, όσο αμυδρό κι αν ήταν αυτό, προφυλάσσοντάς το από τους ανέμους των κατακτητών που βυσσοδομούσαν να σβήσουν και την τελευταία αναλαμπή του. Δίχως τη δάδα της ελληνικής παιδείας δεν θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε. Η μόνωση από τον υπόλοιπο ελληνικό κορμό, η δίωξη, η σκλαβιά, ο εξανδραποδισμός, θα μας αφάνιζαν.

Δεν είναι τυχαίο πως ο Άγγλος δυνάστης, πολύπειρος και πολυμήχανος όπως ήταν, προσπάθησε συστηματικά, αλλά μάταια, να υποδουλώσει την ελληνική παιδεία μας, με σκοπό να ενσταλάξει τη δουλοφροσύνη και να αποχρωματίσει την εθνική μας συνείδηση.

Δεν είναι μόνον ιστορικοί οι λόγοι, το γεγονός δηλαδή ότι για αιώνες η Εκκλησία εκράτησε το βάρος και την ευθύνη της Ελληνικής παιδείας του τόπου, που μας ωθούν να επιζητούμε ανάμιξη στα της παιδείας. Είναι και η σημερινή και η παντοτινή ευθύνη της Εκκλησίας απέναντι στο Έθνος. Καθώς η παιδεία επηρεάζει βαθιά και διαμορφώνει άμεσα την εθνική συνείδηση και καθώς η Εκκλησία είναι ένας από τους κύριους στυλοβάτες του Έθνους, είναι αδιανόητο να μείνει μακρυά από τα θέματα αυτά. Κι ακόμα όταν ως Εκκλησία επιδιώκουμε σύμμετρη ανάπτυξη ύλης και πνεύματος, μπορούμε να σιωπήσουμε σε μια εκτροπή από την ανθρωπιστική στην ωφελιμιστική παιδεία;

Δεν ζητούμε, ούτε επιχειρούμε εκβιαστικά, ποδηγέτηση της Κυβέρνησης του τόπου στα θέματα παιδείας, ούτε και σε άλλα θέματα. Δεν απεμπολούμε, όμως, το δικαίωμα να έχουμε άποψη επί των καιριοτέρων ζητημάτων του τόπου και να την εκθέτουμε ελεύθερα, όπως τέτοιο δικαίωμα έχει σήμερα και ο τελευταίος πολίτης. Η παρέμβασή μας αυτή δεν συνιστά αντιδικία ή αμφισβήτηση. Με την παρέμβασή της η Εκκλησία βοηθά την πολιτεία, αλλά και τον λαό να συνειδητοποιήσει και τις πνευματικές διαστάσεις κάποιων επιλογών ή τάσεων και να προφυλαχθεί από ελλοχεύοντες κινδύνους.

Την Εκκλησία απασχολεί ιδιαίτερα και το θέμα της γλώσσας μας. Η γλώσσα είναι ένας βασικός τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται αλλά και βιώνεται η εθνική αυτοσυνειδησία ενός λαού. Η ελληνική γλώσσα είναι ο αρραγής συνδετικός κρίκος της ιστορίας τους έθνους μας, μιας ιστορίας 35 σχεδόν αιώνων. Είναι η ίδια γλώσσα του «Αιέν αριστεύειν» και του «Βασιλεύ Ουράνιε», του «Ίτε παίδες Ελλήνων … νυν υπέρ πάντων αγών» και του «Αποτίναξέ τους, Πενταδάκτυλέ μου»· η γλώσσα του Ομήρου και του Σοφοκλή, αλλά και του Παλαιολόγου και του Ρήγα Φεραίου και του Γρηγόρη Αυξεντίου.

Η γλώσσα δεν είναι απλώς κώδικας επικοινωνίας. Τέτοιους χρησιμοποιούν και άλλα έμβια όντα. Ο άνθρωπος, όμως, είναι κτίσμα της «έκτης ημέρας» της Δημιουργίας. Έτσι η γλώσσα του συνυφαίνεται και συλλειτουργεί με τη σκέψη. «Διάνοια καὶ λόγος ταυτόν» αναφέρει ο Πλάτων. Όσο καλλιεργείται η γλώσσα, τόσο ευρύνονται οι ορίζοντες της σκέψης και της κριτικής ικανότητας του ανθρώπου. Αν δεν κατέχεις καλά τη γλώσσα, δεν έχεις εργαλείο για να σκεφτείς. Δεν έχεις σχηματίσει τις κατάλληλες κατηγορίες για να συνδέσεις τις ιδέες. Η γλώσσα αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος οργανώνει τις κατηγορίες με τις οποίες εργάζεται.

Ως Εκκλησία έχουμε κι ένα επιπλέον λόγο να καυχόμαστε για την Ελληνική μας γλώσσα. Ο λόγος του Θεού κατεγράφη εξ αρχής εις την Ελληνική γλώσσα. Κι αργότερα, όταν ο λόγος του Θεού έπρεπε να ερμηνευθεί με τον λόγο του ανθρώπου, δεν υπήρχε στη σκηνή της Ιστορίας άλλος φιλοσοφικός λόγος εκτός από τον Ελληνικό και σ’ αυτόν ερμηνεύθηκε και αναλύθηκε η Καινή Διαθήκη. Μπορούμε, λοιπόν, οι Νεοέλληνες, να στερούμε από τα παιδιά μας τον θησαυρό της γλώσσας μας; Μπορούμε να τους στερούμε την πνευματική απόλαυση της εντρύφησης στα κείμενα των προγόνων μας;

Από τη θέση αυτή, ως πρώην εκπαιδευτικός, χαιρετίζω με πατρική αγάπη όλους τους εκπαιδευτικούς της νήσου μας. Εκτιμώ αφάνταστα το έργο τους και την πολυδιάστατη προσφορά τους στην κοινωνία και στην πατρίδα. Μπορούν να ελπίζουν στη συμπαράστασή μου. Επιθυμώ στενότερη συνεργασία μαζί τους. Υπόσχομαι ότι θα επισκέπτομαι τακτικά τα εκπαιδευτήρια της Πρωτεύουσας, όλων των βαθμίδων. Θα είναι η έκφραση της έμπρακτης στήριξης της Εκκλησίας στο έργο που επιτελείται σ’ αυτά.

Ο λόγος τώρα στην τάλαινα πατρίδα μας και στις βαρύτατες υποχρεώσεις μας απέναντι σ’ αυτήν. Είναι, όντως, ανεκδιήγητα τα δεινά της, παρόλο που την είπαν «Ολβίαν», ίσως κατ’ ευφημισμό. Πέρσες και Φοίνικες, Άραβες και Λατίνοι, Τούρκοι και Άγγλοι, άφησαν εμφανή στο σώμα της τα ίχνη της τυραννικής διέλευσής τους. Σήμερα διατρέχει τον έσχατο των κινδύνων, τον κίνδυνο του εκτουρκισμού. Σ’ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς, που την πατρίδα μας κυκλώνουν «κύνες πολλοί» και «πονηρευομένων συναγωγή», επιβάλλεται η εγρήγορση όλων, ιδιαίτερα της Εκκλησίας. Μπορεί ο ρόλος της Εκκλησίας να είναι πρωτίστως πνευματικός, στην προκειμένη περίπτωση, όμως, δεν είναι μόνον η πατρίδα αλλά και η πίστη που διακυβεύονται. Και η Εκκλησία γνωρίζει πολύ καλά ότι «και τούτο έδει ποιήσαι, κακείνα μη αφιέναι» (Ματθ. 23, 23). Ποιος εξάλλου μπορεί να πείσει τον απλό Έλληνα ότι η πίστη του στον Χριστό χωρίζεται από την ταυτότητά του ως Έλληνα;

Προσωπικά τρέμω σε μιαν πιθανή μελλοντική κριτική που θα αποτιμούσε τη γενιά μας ως κατώτερη των περιστάσεων και ως μοιραία για την Κύπρο. Γι’ αυτό και μ’ όλες μας τις δυνάμεις θα πρέπει να αγωνιστούμε για ματαίωση των τουρκικών στόχων γύρω από την Κύπρο.

Δεν είμαστε λαός νεοφερμένος στο προσκήνιο της Ιστορίας. Έχουμε μιαν ένδοξη ιστορική πορεία τρεισήμισι χιλιάδων ετών. Διαθέτουμε το βάθος ενός πολιτισμού χιλιετιών. Η Ελληνική Ιστορία, παρόλο που είναι μία και συνεχής, είτε την ενέπνεε το δόρυ της Παλλάδας είτε την οδηγούσε η ευλογία της Παναγίας και την προστάτευε ο Τίμιος Σταυρός, ταύτισε εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια τα βήματά της με την Ορθοδοξία. Η Ελληνική Ορθοδοξία λειτούργησε ως ασπίδα προστασίας, που διαφύλαξε την πολιτιστική και την εθνική ταυτότητα του κυπριακού λαού και δεν τον άφησε να αφομοιωθεί από τους κατακτητές του. Για μας τους Έλληνες της Κύπρου, σ’ όλους τους μακρούς αιώνες της δουλείας, η Ορθοδοξία ήταν κάτι παραπάνω από θρησκευτικό δόγμα. Ήταν το πνευματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκφραζόταν η εθνική μας συνείδηση, ολόκληρος ο κόσμος μας, που έκλεινε μέσα του το ένδοξο παρελθόν και τις ελπίδες της απολύτρωσης.

Σήμερα που κινδυνεύουμε όσο ποτέ άλλοτε από την Τουρκική βουλιμία, η οποία δεν αποκρύβει τις επιδιώξεις της για κατάκτηση και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου, η Εκκλησία δεν μπορεί να σταθεί στις κερκίδες απλός θεατής. Αν για να κρατήσει τον τόπο Ελληνικό, μέσα στους αιώνες της μαύρης σκλαβιάς, η Εκκλησία δεν λογάριασε θυσίες και αίματα, είναι δυνατόν να κωφεύσει σήμερα στον θρήνο των προγόνων μας και στην αγωνιώδη εκζήτηση βοήθειας των παιδιών της; Μπορεί να διαγράψει ή να παραβλέψει την κατοχή, την προσφυγιά, τους αγνοούμενους, την καταστροφή των ιερών και των οσίων μας;

Η Εκκλησία, φορέας και προασπιστής των αξιών της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της δημοκρατίας, δεν μπορεί να συναινέσει με κανένα τρόπο και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες στην αποδοχή λύσης που να μην προνοεί, για όλους τους νόμιμους κατοίκους της Κύπρου, σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών, που απολαμβάνουν όλοι οι Ευρωπαίοι και όλος ο ελεύθερος κόσμος. Δεν μας χωρίζει τίποτα με τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας. Ζήσαμε και πριν μαζί ειρηνικά και μαζί θα ξαναζήσουμε στην κοινή μας πατρίδα. Ούτε και μας ενοχλεί η φωνή του μουεζίνη. Μας ενοχλεί, όμως, αφάνταστα, η παράνομη κατοχή και μας προκαλεί η βάναυση καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μας από την Τουρκία, την κατοχική δύναμη.

Η κυβέρνηση της Δημοκρατίας θα μπορεί να υπολογίζει και στη δική μας υποστήριξη στη διεκδίκηση των δικαίων του λαού μας και στην απελευθέρωση των κατεχομένων εδαφών μας. Δεν θα διστάσουμε, όμως, να επισημάνουμε και να ελέγξουμε κάθε τυχόν εκτροπή και θα αγωνιστούμε να αποτρέψουμε λύσεις που θα θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωσή μας στην πατρογονική γη.

Οι Έλληνες ήμασταν πάντα αριθμητικά λίγοι απέναντι σ’ όσους επιβουλεύονταν την ελευθερία μας. Συχνά στην Ιστορία μας, υστερούσαμε σε πλήθος πολεμιστών κι αξιολογηθήκαμε ως ακίνδυνοι από την αλαζονεία των αντιπάλων μας. Ωστόσο, όποτε χρειάστηκε, η Ιστορία έδινε πάντα τον αληθινό ορισμό της υπεροχής, όπως στις Θερμοπύλες και τη Σαλαμίνα. Οφείλουμε να μην ξεχνούμε και σήμερα πως οι λεγόμενες ισορροπίες δυνάμεων δεν είναι μεγέθη που μετρούνται με τη ζυγαριά. Ελάχιστες, στρατηγικά τοποθετημένες δυνάμεις, υπό ικανή διοίκηση, μπορούν να υποχρεώσουν σε ταπεινωτική ήττα έναν αριθμητικά υπέρμετρο στρατό. Και τα λεγόμενα έξυπνα πολεμικά μέσα μπορούν να γίνουν στα χέρια του Δαβίδ η σφενδόνα που θα καταβάλει τον πανίσχυρο Γολιάθ. Η νίκη δεν είναι απαραίτητα ζήτημα αριθμών. Είναι πρωτίστως ζήτημα αποφασιστικότητας, θάρρους και πίστης στη δικαίωση.

Ως Εκκλησία θα συμβάλουμε ενεργά, ερχόμενοι σε συνεννόηση με τις αρμόδιες αρχές του κράτους, στην αμυντική θωράκιση της Κύπρου. Είναι τούτο αδήριτη ανάγκη. Και κάνουμε έκκληση για ενεργοποίηση του δόγματος του ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδος – Κύπρου. Θα ικανοποιήσει τούτο το αίσθημα ασφαλείας του λαού μας, θα αποτρέψει νέες επεκτατικές κινήσεις της Τουρκίας και θα συντηρήσει και θα εμπεδώσει τον πόθο της απελευθέρωσης.

Δεν είμαστε φιλοπόλεμοι· αντίθετα η Εκκλησία διακηρύσσει καθημερινά την προσήλωσή της στην ειρήνη. Ούτε κι απορρίπτουμε τον συμβιβασμό στο πρόβλημά μας. Κανένας, όμως, συμβιβασμός, καμιά υποχώρηση και κανένας ρεαλισμός δεν μπορούν να υπερβαίνουν κάποια όρια, πέραν των οποίων υπάρχει μόνον η βεβαιότητα των αδιεξόδων και η αβεβαιότητα της επιβίωσής μας. Και να μην ξεχνούμε ότι η ελευθερία δωρήθηκε μεν από τον Θεό στον άνθρωπο, αλλά μόνο με αγώνες επίμονους και συνεχείς εξαναγκάζονται οι κυρίαρχοι να την αποδώσουν στους υπόδουλούς τους. Οι Τουρκοκρατίες δεν φεύγουν με ευχολόγια. «Οὐδεὶς καθεύδων τρόπαιον ἔστησε» μας διδάσκει ο Μ. Βασίλειος. Σ’ αυτό τον αγώνα για τη σωτηρία του τόπου δεν υπάρχουν εξέδρες για επισήμους ούτε και για θεατές. Υπάρχουν μόνο επάλξεις χρέους. Η Εκκλησία θα ευλογεί και θα βοηθά σ’ όλη αυτή την προσπάθεια.

Η σκέψη μου στρέφεται νοερά αυτή τη στιγμή και προς την κατεχόμενη γη μας. Εκεί που οι λιγότεροι, σήμερα, από εκείνους που φύλαξαν τις παλαιές Θερμοπύλες ακούουν «τὸ προσταχθὲν μυστικῶς» υπό του χρέους και συμβιώνουν με τη γοητεία της Ιστορίας και τους ευκλεείς προγόνους τους. Τους στέλλουμε απ’ εδώ την αγάπη και την ευγνωμοσύνη μας καθώς και τις πατρικές ευλογίες μας.

Υποκλίνομαι οφειλετικά στη θυσία των ηρώων του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα που μας έδωσε το δικαίωμα να στεκόμαστε εδώ και να μπορούμε ελεύθερα να εκφέρουμε τη γνώμη μας. Ο θρυλικός αγώνας του 55-59 κοσμεί την Ιστορία μας ως μια κορυφαία εκδήλωση αγωνιστικού ήθους και αρετής και ως η τρανότερη απόδειξη της εθνικής ελληνικής καταγωγής μας. Χαιρετίζω με εκτίμηση και τους ηρωικούς νεκρούς του 1974. Περιτρέχοντας τα αγιασμένα χώματά μας εναποθέτω στους τάφους ή και στα γυμνά λείψανά τους τα άνθη της ευγνωμοσύνης μου. «Ελλήνων Κυπρίων προμαχούντες» εκείνοι, και «της πατρίδος ρήμασι πειθόμενοι», έμειναν εκεί, διαμηνύοντες σ’ όλους το βαρύ χρέος μας.

Προσφέρω και το θυμίαμα της ευλάβειάς μου στις βουβές και συλημένες Εκκλησίες μας. Γονυκλινής απευθύνω θερμήν την παράκληση προς τον Σωτήρα Χριστό:

«Μύλας συντρίψας δράκοντος βροτοκτόνου

ρώμη κραταιά εν Ιορδάνου ρείθροις

Κύπριδος λύσον δούλειον Σώτερ ήμαρ».

Αποστέλλω από τη θέση αυτή αδελφικόν ασπασμό τιμής και βαθυτάτης εκτίμησης προς τον εν Κωνσταντινουπόλει δαδούχον της Ορθοδοξίας, τον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο. Όσες φορές επισκεπτόμαστε τη μαρτυρική καθέδρα του, νιώθουμε το σταυρικό κλίμα που κυριαρχεί εκεί κάθε στιγμή, κάθε εικοσιτετράωρο, όλο τον χρόνο. Προσευχή μας διάπυρη προς τον Θεό είναι να τον ενισχύει στην Ιστορική αποστολή του. Τα σύμβολα της αυτοκρατορίας, τα οποία παρέλαβα με ιδιαίτερη συγκίνηση σήμερα, σε μια πολυαίωνη σκυταλοδρομία από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα και τον Αρχιεπίσκοπο Ανθέμιο, και τα οποία έντονα μας παραπέμπουν στη Θεοφρούρητη Πόλη, θα τα κρατήσω με ζήλο ιερό, έχοντας πάντα μπροστά μου συνειρμικά, μορφές αγιασμένες και χώρους περιπόθητους.

Πριν αποδώσω τις οφειλόμενες ευχαριστίες, θα θεωρούσα παράληψή μου, αν από τη θέση αυτή δεν εξέφραζα την, όντως, μεγάλη και ειλικρινή λύπη μου γιατί αποχωρίζομαι από το ποίμνιό μου της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου, λαόν ευσεβή και φιλόπατρη. Έζησα μαζί του 27 ολόκληρα έτη, 11 ως Χωρεπίσκοπος Αρσινόης και 16 ως Μητροπολίτης Πάφου. Αγάπησα όλους πατρικά και αγαπήθηκα από αυτούς υιικά. Από τα βάθη της καρδίας μου εύχομαι όπως προκόπτουν ἐν Χριστῷ και προοδεύουν συνεχώς.

Ευχαριστώ πρώτα, πάντοτε, αλλά και μεταθανατίως, τον προκάτοχό μου τόσο στην Αρχιεπισκοπή, όσο και στη Μητρόπολη Πάφου, τον αοίδιμο Χρυσόστομο τον Β΄. Εκείνος μου έδωσε έπαλξη για να αγωνιστώ, προβάλλοντάς με ως Χωρεπίσκοπο Αρσινόης και γινόμενος για μένα παράδειγμα ήθους και εργατικότητας. Είθε να αγάλλεται «ἐν οὐράνιοις θαλάμοις διηνεκῶς».

Ευχαριστώ την Αγία και Ιερά Σύνοδο της αγιωτάτης Εκκλησίας μας, τους αγαπητούς εν Χριστώ αδελφούς και συνεπισκόπους μου για την εμπιστοσύνη που μου επέδειξαν διά της ψήφου των. Τους διαβεβαιώ ότι θα συνεχίσω να εργάζομαι μαζί τους όπως και πριν για το καλό της Εκκλησίας και του λαού μας.

Ευχαριστώ εσάς κ. Πρόεδρε της Δημοκρατίας για την εδώ παρουσία σας και τον χρόνο που διαθέσατε, παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά σας

Ευχαριστώ τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο για την ιδιαίτερη τιμή που μου δίδει με την εδώ παρουσία και την προσφώνησή του. Ευχαριστώ και τους Εκπροσώπους των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, που με την εδώ παρουσία τους λαμπρύνουν τη σημερινή τελετή και επαυξάνουν τη χαρά της τοπικής μας Εκκλησίας.

Ευχαριστώ την Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδος κ. Νίκη Κεραμέως για τα πολλά μηνύματα που δίνει η εδώ παρουσία της. Ευχαριστώ επίσης, τον Υφυπουργό Παιδείας της Ελλάδος κ. Άγγελο Συρίγο και τον φίλο πρώην Υφυπουργό Παιδείας κ. Νίκο Καλτεζιώτη που με τιμούν με την εδώ παρουσία τους.

Ευχαριστώ και όλους εσάς, εκλεκτοί προσκεκλημένοι και λαέ του Θεού περιούσιε. Οι ευχές και οι προσευχές σας στον Θεό θα με στηρίζουν στην πρωθιεραρχική διακονία μου.

«Ο δε Θεός της ειρήνης, ο εκλεξάμενος και θέμενός με εις την διακονίαν ταύτην, ο διδούς ρήμα τοις ευαγγελιζομένοις δυνάμει πολλή προς την του Ευαγγελίου τελείωσιν, Αυτός κρατήσειε της χειρός μου της δεξιάς και τη βουλή Αυτού οδηγήσειε, ποιμαίνων εμέ τον ποιμαίνοντα και οδηγών οδηγούντα».

Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν.

Oικουμενικός Πατριάρχης σε νέο Αρχιεπίσκοπο: Να δώσετε τον εαυτό σας στον κοινό αγώνα για προστασία της πίστης

Με γραπτό μήνυμα που διαβάστηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Θυατείρων και Μ. Βρετανίας Νικήτα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος «χαιρέτισε» την ενθρόνιση του νέου προκαθήμενου της Κυπριακής Ορθόδοξης Εκκλησίας, καλώντας τον να δώσει τον εαυτό του στην εκκλησία, «στον κοινό αγώνα για την προστασία της πίστεως στην παρούσα εποχή».

Απευθυνόμενος στον νέο Αρχιεπίσκοπο της Κύπρου ως «πολυαγαπημένε και πολυτιμότατε αδελφέ και συλλείτουργε», ο Οικουμενικός Πατριάρχης στο μήνυμα του επισήμανε ότι εκλαμβάνει «με βαθιά συγκίνηση και δίκαιη χαρά» την ανάδειξη του νέου Αρχιεπίσκοπου της Κύπρου.

Στο μήνυμά του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης πραγματοποιεί αναφορά «με βαθιά συγκίνηση» στον τέως Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι αυτός «έπεσε στη γη, για να δώσει πολλούς καρπούς στη Βασιλεία του Θεού».

Σύμφωνα με τον Οικουμενικό Πατριάρχη ο νέος Αρχιεπίσκοπος καλείται να συνεχίσει το έργο του Χρυσοστόμου «ως Προκαθήμενος πλέον, φορέας της νίκης της Ανάστασης, γεννώντας και μαθαίνοντας τον Χριστό στις καρδιές του κλήρου και του λαού».

«Αναλαμβάνετε τους Πρωθιεραρχικούς οίακας μιας εκ των ιστορικοτέρων Εκκλησιών του κόσμου, υπέρ της οποίας η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως με στοργή αγωνίστηκε, προστάτευσε και στήριξε, όπως θα συνεχίσει να το πράττει», αναφέρει στο μήνυμα του ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο οποίος απευθυνόμενος στο νέο Αρχιεπίσκοπο προσθέτει ότι «καλείσθε και εσείς να γίνετε φορέας αυτής της Παραδόσεως, αποδεδειγμένα, όχι μόνο με λόγια, αλλά και με έργα και πράξεις, ως θεραπευτής της εκκλησιολογικά ορθής γνώμης της Ορθοδόξου Εκκλησίας, να δώσετε τον εαυτό σας στην Εκκλησία, στον κοινό αγώνα για την προστασία της πίστεως στην παρούσα εποχή, καθώς αυτή κλονίζεται, όχι τόσο λόγω των διαφορετικών δογματικών πεποιθήσεων, αλλά λόγω του “νέου δόγματος” του έθνους και της καινοφανούς εκκλησιολογίας της αιρέσεως του εθνοφυλετισμού».

Στη συνέχεια σημειώνει ότι «ο αγώνας μας είναι επίμονος και σοβαρός, καθώς όσοι έχουν κοσμικά συμφέροντα από μια τέτοια αλλοίωση προβάλλουν τις κινήσεις μας ως δήθεν ανορθόδοξους και εξαπατούν τους πιστούς χριστιανούς με τρόπο εντελώς συκοφαντικό και άδικο».

«Εσείς και εμείς όμως δεν το πράττουμε αυτό. Διαπιστώσαμε ξανά το γενναιόφρον εκκλησιαστικό σας ήθος. Έχουμε την ελπίδα, ή καλύτερα την βεβαιότητα, ότι στο πρόσωπό σας βρήκαμε έναν θερμό συναντιλήπτορα», αναφέρει.

«Από την Πανάγια Πατριαρχική Εκκλησία του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, του ουράνιου προστάτη μας, αποδεχόμενοι ανεπιφύλακτα την θεόπνευστη, με κανονικές ψήφους, εκλογή σας για την οποία σας συγχαίρουμε θερμά, και γράφουμε το όνομά σας στα Δίπτυχα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας μας ως Αρχιεπίσκοπο Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου και κατασπαζόμαστε αδελφικά το πρόσωπό σας και επικαλούμαστε τη Σοφία, την Ειρήνη και την Δύναμη στην Πρωθιεραρχική σας πορεία που αρχίζει», καταλήγει.

Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος: Πιστεύω ότι η διακονία σας θα είναι λυσιτελής και καρποφόρος

Την πεποίθηση ότι η διακονία του Αρχιεπίσκοπου Γεώργιου θα είναι «κατά πάντα λυσιτελής και καρποφόρος» ιδιαιτέρως στα εκκλησιαστικά ζητήματα που αφορούν την ταυτότητα και την ενότητα της εκκλησίας και που άπτονται του προορισμού και του νοήματος της ανθρώπινης ύπαρξης, εξέφρασε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος στον κατά την προσφώνησή του στην τελετή ενθρόνισης του.

«Αναλαμβάνετε αυτή την εκκλησιαστική ευθύνη σε μια εποχή δύσκολη σε παγκόσμιο επίπεδο», είπε.

«Βεβαίως, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι τα ανθρώπινα πάντοτε λιγότερο ή περισσότερο χαρακτηρίζονται από αστάθεια και ρευστότητα. Όμως η ρευστότητα του σύγχρονου πολιτισμού με την ψηφιακή του πρόοδο δεν έχει προηγούμενο», πρόσθεσε.

Συνέχισε λέγοντας ότι «έχει δημιουργηθεί πλέον ένα νέο κοσμοείδωλο εντελώς εκκοσμικευμένο σε σχέση με το λεγόμενο παραδοσιακό. Το κοσμοείδωλο αυτό επηρεάζει τα πάντα και κυρίως την αντίληψή μας περί ανθρώπων».

Δεν είναι τυχαίο, σημείωσε, «ότι πολλοί υποστηρίζουν ότι πλέον εισήλθαμε στην εποχή του μετανθρώπου».

Σύμφωνα με τον ίδιο, «αυτή η ρευστότητα και μεταβλητότητα δεν αφήνουν ανεπηρέαστο και τον παραδοσιακό χριστιανικό τρόπο ζωής. Μια νέα διάχυτη θρησκευτικότητα διεκδικεί να εδραιωθεί, νέες συνήθειες υιοθετούνται και από τους Χριστιανούς».

Επιπλέον, πρόσθεσε, «έχετε να αντιμετωπίσετε εσείς και τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής του 1974 οι οποίες παραμένουν αθεράπευτες».

«Περπατώντας στα ίχνη των μεγάλων προκατόχων σας που τους χαρακτήριζε το γνήσιο εκκλησιαστικό ήθος και η φιλοπατρία και βασιζόμενος στη χάρη του τριαδικού Θεού πιστεύω ότι η διακονία σας θα είναι κατά πάντα λυσιτελής και καρποφόρος ιδιαιτέρως στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Ζητήματα που αφορούν την ταυτότητα και την ενότητα της εκκλησίας και που άπτονται του προορισμού και του νοήματος της ανθρώπινης ύπαρξης», σημείωσε.

«Με αυτές τις λίγες σκέψεις σας εύχομαι κάθε επιτυχία στην υψηλή αποστολή σας. Άξιος», είπε καταληκτικά ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.

Mήνυμα ενότητας των Εκκλησιών από τον Πάπα για την ενθρόνιση του Αρχιεπισκόπου:

Στην σημασία της ενότητας μεταξύ των εκκλησιών σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς που σημαδεύονται από την αδικία, την βία και τον πόλεμο, αναφέρθηκε ο Πάπας Φραγκίσκος στην τελετή ενθρόνισης του Αρχιεπισκόπου Γεώργιου.

Στο μήνυμά του, το οποίο ανέγνωσε εκ μέρους του ο Νούντσιος στην Κύπρο, ο Πάπας Φραγκίσκος έκανε ειδική αναφορά στον αείμνηστο Χρυσόστομο B, λέγοντας ότι κατά τη διάρκεια της διακονίας του, μεταξύ των πολλών ευθυνών του, «παρέμεινε προσηλωμένος με ιδιαίτερο τρόπο στην δέσμευσή του για βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των εκκλησιών».  

«Γνωρίζω ότι η Εξοχότητά τας θα συνεχίσει αυτή την δέσμευση για ενθάρρυνση της ενότητας όλων των μαθητών του Χριστού», σημείωσε.

Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς, είπε, «οι οποίοι σημαδεύονται από αδικία, βία και πόλεμο, είναι ολοένα και πιο σημαντικό οι Χριστιανοί να είναι αυθεντικοί μάρτυρες ενότητας, ώστε ο κόσμος να πιστέψει στο μήνυμα του Θεού για αγάπη, συμφιλίωση και ειρήνη».

Υποσχέθηκε ότι με την καθοδήγηση του Αρχιεπισκόπου Γεώργιου, θα γίνει εφικτό να αναπτυχθούν περαιτέρω οι σχέσεις μεταξύ της Εκκλησίας της Κύπρου και της Καθολικής Εκκλησίας «υπηρετώντας τους πιο ευάλωτους αδελφούς και αδελφές μας και υποβοηθώντας έτσι ενεργά και εποικοδομητικά το έργο της Κοινής Διεθνούς Επιτροπής για το Θεολογικό Διάλογο μεταξύ της Καθολικής Εκκλησίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο σύνολό της».

Με πληροφορίες: philenews.com, alphanews.live & ΚΥΠΕ, Φωτογραφία άρθρου: gr.euronews.com – Petros Karadjias/Copyright 2023 The AP.

Σχετικά Άρθρα

Γέροντος Παύλου Λαυρεώτου

Αρχιμανδρίτης Ρωμανός Αναστασιάδης:« Ανάστατο το Άγιον Όρος από τους εγκληματίες ψεύτες που καπηλεύονται την κοίμηση του Γέροντος Παύλου Λαυρεώτου»

Δημοσιεύθηκε: Τρίτη 15 / 2 / 2022 , 1:24 από news_room Αρχιμανδρίτης Ρωμανός Αναστασιάδης:« Ανάστατο το Άγιον Όρος από τους εγκληματίες ψεύτες που καπηλεύονται την κοίμηση του Γέροντος Παύλου Λαυρεώτου» *Γράφει ο Αρχιμανδρίτης Ρωμανός Αναστασιάδης Το ότι οι επικίνδυνοι, δολοφόνοι ψυχών και σωμάτων, αρνητές της πραγματικότητος «αντιεμβολιαστές» δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο, ούτε καμία […]

24 Αυγούστου – Ιερά Μνήμη του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού η Πατροκοσμά

Δημοσιεύθηκε: Δευτέρα 24 / 8 / 2020 , 14:36 από Του Επισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου: Σήμερα η αγία μας Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Ιερομάρτυρος Ευτυχούς, που υπήρξε μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη και θυσίασε τη ζωή του στον αγώνα για τη διάδοση του Ευαγγελίου. Τιμούμε επίσης τη μνήμη του αγίου νέου Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά του […]