Δημοσιεύθηκε: Πέμπτη 3 / 8 / 2023 , 3:26 από news_room
Τα τελευταία χρόνια στη χώρα και ειδικά μετά τις μεγάλες παραμονές εντός των οικιών των πολιτών έχουν γίνει ανάρπαστα τα pass των διακοπών. Λίγο η αυξήσεις στα εισιτήρια, στην διαμονή στα ξενοδοχεία και τα καταλύματα κάνουν τους πολίτες να περιμένουν ανάσα διακοπών μέσω της κυβέρνησης. Οι περισσότεροι κυρίως μακροχρόνια άνεργοι που δεν είχαν την επιλογή να επισκεφθούν κάποιον προορισμό για λίγες ημέρες αλλά και εκείνοι που ήθελαν να λάβουν το «Τουρισμός για όλους» για να μειώσουν τα έξοδα στις διακοπές τους και τελικά να μπορέσουν να πάνε κάπου.
Η πολύμηνη αναμονή της εξαγγελίας του προγράμματος έχει φέρει και την ανάλογη απογοήτευση στους πολίτες που σκεφτόντουσαν την καλοκαιρινή απόδραση για θαλάσσια μπάνια σε κάποιο νησί με το πρόγραμμα αυτό. Στην καλοκαιρινή επιθυμία έχει συμπεριληφθεί ωστόσο και η παρατεταμένη επιθυμία του κόσμου για ταξίδια στην Ελλάδα και το Εξωτερικό αφού εγκλεισμός της πανδημίας ήταν η αφορμή για να βλέπουμε τις μεγάλες μετακινήσεις τουριστών σε περιοχές που δεν είχαν καθόλου τουριστική κίνηση άλλες χρονιές. Αυτό αποτυπώνεται και στα στοιχεία μικρών νησιών ακριτικών περιοχών της Ελλάδας σαν τη Λέρο που στις πρώτες ημέρες του δεύτερου μήνα του φετινού καλοκαιριού ο Δήμαρχος του νησιού ανακοίνωσε σε συνέντευξη τύπου πως στο νησί υπάρχει 100% πληρότητα στα καταλύματα. Αυτό το νησί και άλλα πολλά γίνονται πλέον πολύ πιο δημοφιλή από Έλληνες και ξένους από όταν επικρατούσαν καλές (οικονομικές) εποχές στη χώρα.
Η απάντηση στα έσοδα της κυβέρνησης ωστόσο δεν έχει επιτευχθεί καθώς η δυσφήμιση ξένων προς συγκεκριμένους ταξιδιωτικούς προορισμούς δεν άργησε να έρθει. Λίγο η ανάγκη της εγχώριας αγοράς για χρήμα, λίγο τα πολλά χρόνια οικονομικής κρίσης και τα παρατεταμένα κλειστά καταστήματα της πανδημίας ώθησαν κάποιους (πάλι καλά όχι πολλούς) να αισχροκερδούν απέναντι στους Τουρίστες που έκαναν την εμφάνιση τους από κάθε γωνιά του πλανήτη φέρνοντας και τις ανάλογες εγκλίσεις στην Ελληνική Δικαιοσύνη και που στην συνέχεια δικαιώθηκαν. Λοιπόν από την μία η ανάγκη των Δήμων για έσοδα έφεραν πλήθος καταγγελιών για τις ξαπλώστρες (σσ που νοικιάζουν τα καταστήματα από τους Δήμους) που κατακλύζουν όλες τις παραλίες και που οι απλοί πολίτες που δεν θέλουν να έχουν ξαπλώστρα δεν τους επιτρέπεται η παραμονή. Πλήρωσε για να κάνεις μπάνιο απαντούν κάποιοι καταστηματάρχες που καραδοκούν για λίγα παραπάνω έσοδα από τις ξαπλώστρες. (Δεν φταίνε μόνο τα καταστήματα με τις ξαπλώστρες λοιπόν, αλλά και οι Δήμοι που νοικιάζουν τις παραλίες στον βωμό του χρήματος σε καταστήματα ξεχνώντας τους απλούς λουόμενους λες και δεν παίρνουν δημοτικά τέλη απο αυτούς η άλλους!).
Καταγγελίες για μπράβους έγιναν γνωστές που διώχνουν όσους δεν πληρώσουν ξαπλώστρα την ώρα που σε όλη τη χώρα κατά τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πλέον δεδομένη η παρουσία τέτοιων σε κάθε μαγαζί, σε κάθε bar ακόμα θα τους βρείς και σε εστιατόρια η καλά καφέ. Η (αν)ασφάλεια στο αποκορύφωμα κάθε άλλης εποχής. Φυσικά αυτή έχει συνδεθεί και με την ανασφάλεια που έχει ο κάθε πολίτης και που φανερά αποτυπώνεται από τα καθημερινά αστυνομικά δελτία τύπου.
Οι εποχές λοιπόν άλλαξαν, η ανάγκη μεγάλωσε τις απαιτήσεις και οι απαιτήσεις έφεραν άλλα δεδομένα και φιλοσοφίες στην διαχείριση της καθημερινότητας όλων όσων νομίζουν τουλάχιστον πως τα πράγματα παραμένουν όπως τις προηγούμενες δεκαετίες. Τα 13 χρόνια οικονομικής κρίσης και στη συνέχεια η πανδημία, το σταθερό ποσοστό ανεργίας που είναι διψήφιο εδώ και 9 χρόνια τουλάχιστον σε συνάρτηση με την ανάγκη πολλών οδήγησαν μερικώς συγκεκριμένα κοινωνικά status να “εργάζονται” κατά το δοκούν και όχι κατά το όφελος της κοινωνίας ήτοι το κοινωνικό όφελος.
Αυξήσεις σε αγαθά, σε υπηρεσίες και καύσιμα οδήγησαν τους πολίτες να σταματήσουν ακόμα και τις πιο μικρές απολαύσεις όπως την έξοδο στο σουβλατζίδικο για πιτόγυρα και η ταβέρνα έχει γίνει πιά είδος πολυτελείας. Αν ο Έλληνας κάποτε δεν τα λογάριαζε στο φαγητό πλέον μετρά 3 το λάδι 3 το ξύδι 3 το λαδόξυδο αφού παρά τις μικρές μειώσεις του πληθωρισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο και την στήριξη της κυβέρνησης προς τους αδυνάτους που προσπαθούν όχι να ζήσουν αλλά να επιβιώσουν και δεν τους επιτρέπονται περιττές έξοδοι καθώς και η γκρίνια η ανεργία και η παρατεταμένη οικονομική κρίση οδήγησε επίσης σε αύξηση της βίας έκανε κάποιους να βλέπουν στην πόρτα του εστιατορίου που θέλουν να δειπνήσουν μπράβους, προσωπικό “(αν)ασφαλείας” και φυσικά ρητορικές επιθετικές και ακραίες για χώρους που δεν είναι τοποθεσίες διαπληκτισμών αλλά χώροι αναψυχής και διασκέδασης. Πάνε λοιπόν οι οικογενειακές ταβέρνες με τα παιδιά να παίζουν, τώρα το στύλ των εστιατορίων αυτών μεταμορφώθηκε σε μικρά πιάτα “γκουρμέ” τύπου με ακριβό κοστολόγιο (μενού) και “(αν)ασφάλεια στη πόρτα μη τυχόν παίξουν τίποτα παιδιά αλλά και με φθηνό εξοπλισμό (καρέκλες, πιάτα, ποτήρια). Ο χαμογελαστός σαν άλλοτε καταστηματάρχης έχει γίνει άτομο που δεν βρίσκεται σχεδόν ποτέ στην επιχείρηση στην σήμερον ημέρα καθώς υπάρχει φόβος για τυχόν ελέγχους της ΑΑΔΕ και μπορεί να έρθει σε δύσκολη θέση ενώ πληρώνοντας αναρωτιούνται όλοι τι πλήρωσε το τραπέζι και μετά πάνε για πιτόγυρα για να χορτάσουν!.
Λίγο καλύτερα είναι τα πράγματα στα νησιά και αυτό προσπαθούν να βρούν και να εκμεταλλευτούν οι καλά ενημερωμένοι (και υποψιασμένοι) τουρίστες που κινούνται αναγκαστικά ακόμα πιο μακριά για καλύτερες τιμές. Νησιά μικρά χωρίς ακτοπλοϊκή σύνδεση και με ελάχιστες επιλογές είναι πλέον οι πιο δημοφιλείς προορισμοί και για πολλούς ακόμα Έλληνες (όχι μόνο ξένους) αλλά και για τα ΜΜΕ που προβάλλουν κάθε γωνιά της χώρας ανοίγοντας την όρεξη σε πολλούς/ες.
Συνοψίζοντας λοιπόν το συμπέρασμα είναι ότι παρατηρεί κάποιος την θυσία όλων στον βωμό του χρήματος (σσ διάθεση ξαπλώστρας σε παραλίες από τους Δήμους και τις επιχειρήσεις, την ποιότητα και την ποσότητα του προσφερόμενου φαγητού σε ξένους αλλά και σε Έλληνες/ίδες, τις ολοένα αυξανόμενες υπηρεσίες πολυτέλειας που δεν είναι πολυτέλεια και το παρελκόμενο φθηνό εξοπλισμό εστίασης σε καλό χώρο με φθηνή ντεκορασιόν) και από την άλλη την ανάγκη όλων για ολιγοήμερες διακοπές μέσω προγραμμάτων λές και η θάλασσα ο ήλιος η οι διακοπές θα λείψουν ξαφνικά. Αυτά για να καταλάβουμε και τα αποτελέσματα κάνουν τους ξένους που δεν έχουν την διάθεση να δούν την Ελλάδα σαν Ελβετία, Δανία, Ολλανδία καθώς εκεί μόνο θα πλήρωναν ένα burger 14 ή και 18 ευρώ, μία βόλτα με τελεφερίκ 70 ευρώ και ένα δείπνο σε παρόμοια εστιατόρια σαν την ελληνικής επικράτειας 180 και 220 ευρώ για δύο άτομα χωρίς να ενοχλούνται καθόλου. Συνεχίζεται από κάποιους (πολλούς) η Ελλάδα να πρέπει για εκείνους να είναι το δακτυλοδεικτούμενο σημείο κακής αναφοράς για τις υψηλές τιμές της (αν και αυτές δεν θα έπρεπε να υπάρχουν ειδικά για τους Έλληνες που έχουν μισθό 550€ και αυτός αν υπάρχει σε κάθε οικογένεια) αλλά και για τις υπηρεσίες που προσφέρονται. Ας ελπίσουμε να επικρατήσει και το ελληνικό φιλότιμο καθώς με τις προσπάθειες αυτές πάει να εξαλείψει αφού βλέπουμε άδεια πιτόγυρα αφού οι πατάτες χρεώνονται έξτρα, το καρότο έξτρα το μαρούλι έξτρα. Ας δούμε λοιπόν καλύτερες ημέρες για όλους, και ας αναστραφεί το όποιο τοπίο έχει δημιουργηθεί με στοχευμένη δουλειά προς αυτόν τον άξονα όχι την προβολή αυτής και της μίας κατάστασης που επικρατεί.
Με άλλα λόγια χρειάζονται και Μαρίνες και Παραλίες ελεύθερες για τους πολίτες καθώς και ποιοτικά αξιοπρεπή εστιατόρια με επαρκή ποσότητα φαγητού στα πιάτα σε λογικές τιμές και με φιλικό κλίμα ενώ δεν πρέπει να λείπουν και τα προγράμματα τουρισμού που είναι ανάσα για όσους τα λάβουν. Δεν είναι φυσικά τα ποσά που αναλογούν στην καθημερινότητα του σύγχρονου Έλληνα/ίδας αφού το πρόγραμμα «Τουρισμός για Όλους» προσφέρει 150€ την ίδια ώρα που ένα κατάλυμα σε ένα νησί με πρωϊνό κοστίζει σε ξενοδοχείο ανά διανυκτέρευση 70€ η και 80€, δηλαδή το πρόγραμμα σαν λέμε ότι προσφέρει 2 νύχτες σε ξενοδοχείο 3*** ή 3 νύχτες σε κατάλυμα 2** χωρίς πρωϊνό, τα ποσά εν ολίγοις δεν ανταποκρίνονται τα προγράμματα στις σύγχρονες απαιτήσεις ακόμα και για δωμάτια αφού υπάρχουν δωμάτια που ενοικιάζονται για 170€ τη βραδιά χωρίς να θεωρούνται πολυτελή απλά ο ιδιοκτήτης τους απευθύνεται σε συγκεκριμένο καταναλωτικό κοινό γιατί σίγουρα ο Έλληνας δεν έχει να τα διαθέσει. Ο κλάδος του ξενοδοχείου, του εστιατορίου και της καφετέριας (HORECA) λοιπόν αλλάζει ζημιώνοντας περισσότερο τη λαβωμένη τσέπη του Έλληνα που δεν μετανάστευσε και συνεχίζει να ζεί στην χώρα του είτε είναι 23 χρόνων είτε είναι 63 χρόνων!. Δεν μπορούν να φύγουν όλοι από την χώρα, όπως δεν μπορούν να πληρώνουν όσοι μένουν τα ποσά που δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές απαιτήσεις και την πραγματικότητα της εγχώριας οικονομίας.
Χρ. Ρ στο adologala.gr