Δημοσιεύθηκε: Κυριακή 9 / 7 / 2023 , 5:35 από news_room
Πρωτοπρεσβύτερος π. Δημήτριος Χαρισίου: Ιερατική κλίση και κλήση
Του π. Δημήτριου Χαρισίου:
Ἕνα σημαντικὸ διαχρονικὰ ζήτημα μέσα στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα ποὺ θέλουν καὶ ἀποφασίζουν νὰ διακονήσουν τὴν Ἐκκλησία ὡς κληρικοί. Προϋπόθεση ἀπαραίτητη γιὰ ἕναν ὑποψήφιο κληρικὸ εἶναι νὰ ἔχει καὶ νὰ βιώνει ἐσωτερικὰ τὴν ἱερατικὴ κλίση καὶ κλήση. Ἡ κλίση προϋπάρχει ὡς χάρισμα ἀμετάκλητο τοῦ Θεοῦ μέσα σ’ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ θὰ ἐπιλέξει αὐτὴν τὴν ἀποστολὴ, ἡ κλήση εἶναι τὸ κάλεσμα καὶαὐτὴ ἐκδηλώνεται μέσω προσώπων, πραγμάτων καὶ καταστάσεων «ὅτε ἔλθει τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου»1 κι αὐτὸ ἀνήκει ἐπίσης στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ θέμα θὰ ἐξετασθεῖ παρακάτω ἐκτενέστερα.
Ἐρωτήματα γιὰ τὴν θέση τοῦ Κληρικοῦ
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔχει λάβει μέριμνα γιὰ τὰ πρόσωπα ποὺ θέλουν νὰ ἱερωθοῦν καὶ ἀφιέρωσε διὰ συνοδικῆς ἀποφάσεως τὴν Δ΄ Ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν μὲ ἀφετηρία τὴν Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως σ’ αὐτοὺς τοὺς νέους. Αὐτὴ ἡ ἑβδομάδα ὀνομάζεται «Ἑβδομάδα Ἱερατικῶν Κλήσεων». Ἡ ἀπόφαση καὶ τὸ ἔγγραφο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ξεκαθαρίζουν τὶ ἐννοεῖ ἡ ἔκφραση «Ἑβδομάδα Ἱερατικῶν Κλήσεων». Ὅμως, ἄς ἐμβαθύνουμε λίγο περισσότερο στὶς λέξεις καὶ στὰ νοήματα. Ὅταν λέμε ἱερατικὲς κλήσεις, μπορεῖ νὰ ἐννοοῦμε ὅτι δηλαδὴ ὅλα αὐτὰ τὰ παιδιὰ ποὺ σπουδάζουν στὶς Ἐκκλησιαστικὲς Σχολὲς καὶ τὰ Λύκεια, θὰ πρέπει νὰ θεωροῦνται ἤδη «κεκλημένοι» καὶ ὅτι βρίσκονται στὸ κατώφλι τῆς πόρτας, ποὺ εἰσάγει στὴν Ἱερωσύνη; Θὰ ἦταν πολὺ εὐχάριστο γιατὶ θὰ ἤμασταν βέβαιοι πὼς ἔχουμε ἕναν ὁρισμένο ἀριθμὸ Ἱερέων. Μὰ εἶναι ἀλήθεια ποὺ βεβαιώνεται ἀπὸ τὴν πεῖρα, πὼς οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς σπουδαστὲς τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχολῶν, στὸ τέλος γίνονται ὁτιδήποτε ἄλλο, παρὰ Ἱερεῖς. Δὲν ὁμιλοῦμε γιὰ τὶς Θεολογικὲς Σχολές, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω πῶς ὁ Θεολόγος νὰ μὴν εἶναι Ἱερέας. Αὐτὸ μόνο στὴν Πατρίδα μας μπορεῖ νὰ συμβαίνει καὶ νὰ θεωρεῖται φυσικό. Θὰ πεῖ κανείς ὅτι ἔτσι ἴσως εἶναι καλύτερα, γιατὶ ἡ ἱερωσύνη δὲν εἶναι τόσο μικρὸ καὶ φθηνὸ πράγμα, ὥστε ὅλοι νὰ θέλουν νὰ γίνουν Ἱερεῖς. Αὐτὸ μόνο ὅσοι εἴμαστε Ἱερεῖς μποροῦμε νὰ τὸ ξέρουμε, πῶς δηλαδὴ καὶ γιατὶ γίναμε. Ὁμιλῶ ἀπὸ τὴν ἱερατικὴ καὶ ἐκκλησιαστική μου πεῖρα περίπου μισοῦ αἰῶνα. Πολὺ τὸν Ἱερέα τὸν θέλουν ἐπιστήμονα, ἐπειδὴ νομίζουν πὼς ὁ Θεὸς γνωρίζεται μὲ τὴν γνώση. Ἄλλοι τὸν θέλουν εὐσεβῆ καὶ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸν θεολογικὸ καὶ ἐπιστημονικό του καταρτισμό. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο θὰ ἔλεγα ὅτι εἶναι ἡ ἀρρώστια τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἐκπαιδεύσεως, ποὺ μολονότι λέγεται ἐκκλησιαστική, βρίσκεται ἐξ ὁλοκλήρου στὰ χέρια τοῦ Κράτους.
Χωρὶς Ἱερωσύνη «Ἐκκλησία οὐ καλεῖται»
Ὁ Ἱερέας στὴν ζωὴ τῶν πιστῶν καὶ ἡ Ἱερωσύνη στὴν Ἐκκλησία εἶναι μία ἄμεση πραγματικότητα τῆς πίστεώς μας. Καὶ θὰ ἦταν πολὺ ἀνιαρὸ καὶ ἄκαιρο νὰ θέλουμε νὰ ἀποδείξουμε πὼς χωρὶς Ἐπισκόπους καὶ Πρεσβυτέρους καὶ Διακόνους «Ἐκκλησία οὐ καλεῖται» καὶ πὼς ἡ Ἐκκλησία ὡς θεσμὸς ποὺ τὸν συγκροτεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι θεσμὸς Ἱερωσύνης, τῆς γενικῆς καὶ τῆς εἰδικῆς Ἱερωσύνης. Ὁ Ἱερέας μὲ λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶναι «ὑπηρέτης Χριστοῦ καὶ οἰκονόμος μυστηρίων Θεοῦ». Ἡ σύγχρονη κοινωνικὴ πραγματικότητα, ὣς πρὸς τὴν θέση καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἱερέα στὴν Ἐκκλησία, μᾶς πηγαίνει ἀλλοῦ, ἀλλὰ ὁ Ἱερέας δὲν εἶναι παρὰ Ἱερουργὸς τῶν θείων μυστηρίων. Τέτοιος φαίνεται καὶ στὰ μάτια τῶν πιστῶν, ὄχι μόνο ὅταν τελεῖ τὴν Θεία Λειτουργία, τὰ ἄλλα Μυστήρια καὶ τὶς ἄλλες ἱερὲς πράξεις, ἀλλὰ καὶ ὅταν κηρύττει τὸν λόγο.
Ὅλα πηγάζουν ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα
Ὅλη ἡ διακονία τοῦ Ἱερέα στὴν Ἐκκλησία εἶναι λειτουργία, ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὴν Θεία Λειτουργία. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα πηγάζουν καὶ ὁλοκληρώνονται στὸ Εὐχαριστιακὸ μυστήριο. Τὸ κήρυγμα εἶναι ὁπωσδήποτε ἱερουργία, γι’ αὐτὸ ὁ Ἐπίσκοπος ὅταν χειροτονεῖ Πρεσβύτερο δέεται νὰ τὸν ἀξιώσει ἡ θεία Χάρη «ἱερουργεῖν τὸν λόγον τῆς Ἀληθείας»3. Δυστυχῶς, πάντοτε ἀλλὰ ἰδιαιτέρως σήμερα, ὄχι σπάνια, τὸ κήρυγμα παίρνει ξένους δρόμους καὶ παύει νὰ εἶναι ἱερουργία. Καὶ ὅταν ἀσκεῖ τὸ ἔργο τῆς φιλανθρωπίας καὶ τότε κινεῖται ὡς Λειτουργὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ποτὲ σὰν κοινωνικὸς λειτουργός. Ἄλλωστε, ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τοῦ Ἱερέα καθὼς καὶ κάθε πιστοῦ, εἶναι ἤ πρέπει νὰ εἶναι λειτουργία, λογικὴ λατρεία καὶ θυσία ζωντανὴ στὸν Θεό. Ὅπως γράφει στὰ Ἔπη του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Ἱερέως εἶναι ἔργο Ἱερουργοῦ. Νὰ ἱερουργεῖ γιὰ τοὺς πιστούς, ἕως ὅτου, καθὼς συνεχίζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, «ποιήσας τὴν τελευτὴν τελευταῖον μυστήριον». Αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ ὁ Ἅγιος τὰ ἔλεγε γιὰ τὸν διδάσκαλο τῶν Μακκαβαίων Ἐλεάζαρο, δὲν μποροῦσε νὰ βάλει στὸν νοῦ του πὼς ὕστερα ἀπὸ αἰῶνες στὴν Ἐλληνικὴ Ἐθνεγερσία ὁ Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος θὰ περνοῦσε μόνος του στὸν λαιμό του εὐλογῶντας τὴν θηλιὰ τοῦ ἀπαγχονισμοῦ του, λέγοντας τὰ λόγια τοῦ Ψαλμοῦ, ὅπως ὅταν φοροῦσε τὸ πετραχήλι «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ ἐκχέων τὴν Χάριν αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς Ἱερεῖς αὐτοῦ…».
Τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας
Ὡς κληρικὸ μὲ συγκινοῦν πάντα δύο σημεῖα στὴν πρωινὴ ἀκολουθία: ἡ μία εἶναι ἡ δέηση στὸ Μεσονυκτικὸ «ὑπὲρ τῶν ἐντειλαμένων ἡμῖν τοῖς ἀναξίοις εὔχεσθαι ὑπὲρ αὐτῶν» καὶ ἡ ἄλλη στὴν Ι΄ Εὐχὴ τοῦ Ὄρθρου ποὺ ἀναγιγνώσκεται μυστικῶς κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ἑξαψάλμου «εὐδόκησον ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, μέχρι τῆς ἐσχάτης ἡμῶν ἀναπνοῆς προσφέρειν σοι θυσίαν δικαιοσύνης καὶ ἀναφορὰν ἐν τοῖς ἁγίοις σου θυσιαστηρίοις». Τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας λοιπόν διὰ τῶν Ἱερέων της μέσα στὸν λαὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλο, παρὰ «Ἕλεον εἰρήνης» καὶ «θυσία αἰνέσεως». Ὄχι σπάνια, καὶ παλαιότερα ἀλλὰ καὶ σήμερα, οἱ Ἐκκλησιαστικοὶ ποιμένες φιλοτιμοῦνται νὰ εἶναι πολιτικοὶ καὶ ὄχι Ἱερεῖς. Αὐτὸ εἶναι φθορὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ πολλὲς φορὲς πολὺ ζημιώθηκε ἀπὸ τὴν πολιτικὴ καὶ πλήρωσε ξένες ἁμαρτίες. Ὅλα αὐτὰ εἶναι καταστάσεις ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν κατὰ νοῦν ὅσοι θέλουν νὰ ἱερωθοῦν καὶ νὰ ἀποφύγουν τὰ λάθη τοῦ παρελθόντος καὶ παλαιοτέρων, ὥστε νὰεἶναι πλήρως ἀφοσιωμένοι στὸ ἔργο καὶ στὴν ἀποστολὴ ποὺ τοὺς ὄρισε ὁ Θεός. Καὶ ἄς ἔχουν πάντα ὑπόψιν ὅτι ὅλοι οἱ πιστοί, ὅταν κάνουν τὸ πέρασμα πρὸς τὴν ἄλλη ζωὴ καὶ φεύγουν, παίρνουν μόνο τὸ ὄνομά τους· ὁ Ἱερέας μαζὶ μὲ τὸ ὄνομά του παίρνει μαζί του καὶ τὸ Ἱερατικό του ἀξίωμα, διότι εἶναι ἀνεξάλειπτη ἡ σφραγίδα τῆς Ἱερωσύνης καὶ ἀμεταμέλητο τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ.
Ἐκκλησία καὶ ὄχι Χριστιανισμός
Μιὰ ὀλέθρια καὶ τραγικὴ πραγματικότητα εἶναι ὅτι στὸν 21ο αἰῶνα μιλοῦμε γιὰ Χριστιανισμὸ καὶ ὄχι γιὰ Ἐκκλησία. Καὶ τοῦτο διότι, ἐπηρρεασμένοι ἀπὸ τὸ ἀντικληρικὸ καὶ ἀντιεκκλησιαστικὸ πνεῦμα τοῦ Διαφωτισμοῦ, συγχέουμε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὸν ἱερὸ Κλῆρο. Ὁ Χριστιανισμός, ἔτσι ὅπως μιλοῦν γι’ αὐτόν καὶ τὸν ἀντιπαρατάσσουν πρὸς ἄλλες θεωρίες, θρησκεύματα, φιλοσοφήματα καὶ ἰδεολογίες ποὺ τελειώνουν σὲ «–ισμούς» εἶναι σύστημα, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωή. Σήμερα ὁ Χριστιανικὸς κόσμος εἶναι διασπασμένος καὶ χωρισμένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἔχει ὄνομα χριστιανικό, ἀλλὰ δὲν εἶναι Ἐκκλησία. Μιλᾶμε ὄχι γιὰ τοὺς ἄλλους λαούς, ἀλλὰ γιὰ τὸν δικό μας ἑλληνικὸ καὶ κατ’ ὄνομα ὀρθόδοξο κόσμο. Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα «πῶς βλέπουμε σήμερα μεταξύ μας τοὺς Ἱερωμένους, τοὺς Ἐπισκόπους, τοὺς Πρεσβυτέρους καὶ τοὺς Διακόνους;» Φτάνουμε νὰ λέμε πὼς δὲν ἔχουμε ἱερὸ κλῆρο καὶ πὼς αὐτὸς ποὺ ἔχουμε ὄχι μόνο δὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ βλάπτει. Γιατὶ στὸν καιρό μας οἱ ἄνθρωποι δὲν αἰσθάνονται, ἀλλὰ μᾶλλον λογίζονται· κατανοοῦνται ἀλλὰ δὲν συνεννοοῦνται. Γιατὶ ἡ συνεννόηση εἶναι ὑπόθεση καρδιᾶς καὶ εἶναι ζωή, ἐνῶ ἡ κατανόηση εἶναι ὑπόθεση τοῦ νοῦ, ψυχρὴ καὶ σκληρὴ λογική.
Ἀνασκοπήσεις μέσα στὸν ἱερατικὸ βίο
Πολὺ σέβονται καὶ τιμοῦν τοὺς Ἱερεῖς, γιατὶ κάποιοι ἄλλοι φανερά καὶ ἀπροκάλυπτα ἄρχισαν νὰ τοὺς ὑβρίζουν, καὶ μάλιστα δημόσια. Μετὰ ἀπὸ 48 ἔτη διακονίας θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ στοὺς ἀδελφούς μου ποὺ ὁ Θεὸς μοῦ ἀνέθεσε γιὰ νὰ τοὺς ποιμάνω: «Ἐσεῖς μὲ σέβεσθε καὶ μὲ τιμᾶτε καὶ ἐγὼ γνωρίζω τὶς ἐλλείψεις μου. Σᾶς εὐχαριστῶ, ἀλλὰ ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ τιμὴ δὲν ἀνήκουν σὲ μένα, ἀλλὰ στὸ σχῆμα μου. Αὐτὸ εἶναι διαταγὴ τοῦ Νόμου ποὺ τιμωρεῖ τὴν ἀσέβεια, ἀλλὰ ἐγὼ ἕνα σᾶς παρακαλῶ: νὰ μὲ ἀγαπᾶτε. Ὅσο διαπιστώνετε ὅτι μπορεῖ νὰ ὑστερῶ στὴν ἀποστολή μου, τόσο περισσότερο νὰ μὲ ἀγαπᾶτε». Διαβάζοντας τὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου δὲν βλέπω νὰ ζητᾶ τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν τιμὴ τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ βλέπω νὰ ζητᾶ τὴν ἀγάπη τους, ἐπειδὴ εἶναι ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ παρακαλεῖ νὰ ἀγωνίζονται μαζί του προσευχόμενοι γι’ αὐτόν. Στὴν Θεία Λειτουργία, ποὺ ὅλη σχεδὸν εἶναι ἕνας προσευχητικὸς διάλογος τοῦ λειτουργοῦ καὶ τῶν πιστῶν. «Εἰρήνη πᾶσι» λέει ὁ Ἱερέας, «Καὶ τῷ πνεύματί σου» ἀπαντᾶ ὁ λαός. Ὁ Ἱερέας εἶναι σὰν τὴν φλεγόμενη βάτο καὶ αὐτὸς ξέρει πόσο λιγότερο ἤ περισσότερο καίεται. Πόσων ἀνθρώπων τὶς πνευματικὲς ὀδύνες σηκώνει; Πόσων πιστῶν τὰ ἀπόρρητα κρατᾶ; Πόσο βαρὺ εἶναι τὸ ἐπιτραχήλιον στὸν τράχηλό του; Πῶς λοιπόν νὰ χωρίσεις τὸ ἀξίωμα ἀπὸ τὸ πρόσωπο καὶ πῶς νὰ δεῖς τὴν Ἱερωσύνη χωρὶς τὸν Ἱερέα; Ὅταν δέεται «Ἐπίβλεψον ἐπ᾽ ἐμέ τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἀχρεῖον δοῦλον σου ἐνδεδυμένον τὴν τῆς ἱερατείας χάριν παραστῆναι τῇ ἀγίᾳ σου ταύτῃ τραπέζῃ καὶ ἱερουργῆσαι τὸ ἅγιον καὶ ἄχραντόν σου Σῶμα καὶ τὸ τίμιον Αἷμα» καὶ δὲν ὑπάρχει περίπτωση ποὺ νὰ μὴν τελέσθηκε τὸ μυστήριο καὶ νὰ ἐκωλύθη ἡ
θεία Χάρη γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια τοῦ Ἱερέα.
Σὲ ὅσους θέλουν νὰ «διορθώσουν τὰ τῆς Ἐκκλησίας»
Στὸν καιρό μας ξεκίνησαν πολλοὶ νὰ διορθώσουν τὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας. Πονοῦν, λένε, γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ γι’ αὐτὸ ἐλέγχουν τοὺς Ἱερεῖς. Ἀρνοῦνται τὴν ἀγάπη γιὰ χάρη δῆθεν τῆς εὐσέβειας. Καὶ νὰ δεχθῶ πὼς πολλοὶ Ἱερεῖς δὲν εἴμαστε καλοὶ καὶ οἱ «καθαροί» ἀδελφοί μας εἶναι ἄμεμπτοι. Πιθανόν νὰ ἔχουν «μόρφωση εὐσεβείας», ἀλλὰ δὲν ἔχουν τὴν δύναμη τῆς εὐσέβειας ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ πίστη καὶ ἡ γνώση χωρὶς ἀγάπη, κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, μᾶς κάνουν σκληρούς, ἄστοργους καὶ ἀνελέητους ὅπως τοὺς Φαρισαίους. Φορῶντας τόσα χρόνια τὸ ράσο νομίζουν πὼς αὐτὸ τὸ ράσο δὲν ἔγινε οὔτε μιὰ φορὰ ὑπόμνηση σὲ ὅλους ἐμᾶς τῆς ἀναξιότητός μας; Δὲν κλάψαμε ποτὲ καὶ δὲν θρηνήσαμε γιὰ τὶς παραλείψεις καὶ τὶς παραβάσεις μας; Καὶ λέω εὐθαρσῶς στοὺς ἐπικριτὲς: «Ἄν τίποτε ἄλλο, νὰ φοβοῦνται τὴν μετάνοια καὶ τὰ δάκρυα ἑνὸς κακοῦ Ἱερέα. Ἐὰν εἰλικρινὰ πονᾶς τὴν Ἐκκλησία, ἔλα νὰ γίνεις Ἰερέας. Βάλε τὸν τράχηλό σου κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸ τοῦ Ἐπιτραχηλίου καὶ ἔλα νὰ σύρουμε τὸ ἄροτρο στὸν ἀγρὸ τοῦ Κυρίου». Ὑπ’ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, λοιπόν, νομίζω ὅτι μποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ Ἱερατικὲς κλίσεις.
Ὄχι μόνο ἄξιος ἀλλὰ καὶ ἱκανός
Σ’ ὅλους τοὺς νέους ποὺ ἔχουν κλίση γιὰ τὴν Ἱερωσύνη, σ’ ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ φοιτοῦν ἤδη στὶς Ἐκκλησιαστικὲς Σχολές, ὅλοι ὅσοι ἔχουν τὴν εὐθύνη διδάσκαλοι τῶν Σχολῶν καὶ Ἐπίσκοποι- θὰ πρέπει νὰ ἐπαναλάβουν τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου: «Καὶ πρὸς ταῦτα τὶς ἱκανός;» Γιατὶ δὲν ἀρκεῖ νὰ ἔχει κανεὶς κλίση γιὰ τὴν Ἱερωσύνη καὶ δὲν ἀρκεῖ νὰ εἶναι ἄξιος, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἰκανός. Τὸ «ἄξιος» θὰ τὸ δοῦμε σὰν κάτι ἐσωτερικὸ ποὺ ἀφορᾶ στὴν πνευματικὴ φύση καὶ ἠθικὴ καθαρότητα τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ «ἱκανός» ὡς ἕνα προσὸν ποὺ ἀπαραίτητα χρειάζεται γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει ὁ Ἱερέας ἐξωτερικὲς καταστάσεις. Καὶ τὰ δυὸ μαζί ὁλοκληρώνουν τὴν προσωπικότητα τοῦ Ἱερέα. Ἡ θεία Χάρη «θεραπεύει τὰ ἀσθενῆ καὶ ἀναπληροῖ τὰ ἐλλείποντα», ἀλλὰ κανεὶς δὲν παίρνει ἐὰν δὲν ἔχει. Πρέπει νὰ εἴμαστε τίμιοι μὲ τὴν Ἱερωσύνη καὶ ἐμεῖς οἱ Ἱερεῖς νὰ λέμε στὸν ἑαυτό μας τὴν Ἀλήθεια καὶ στοὺς νέους, ποὺ μιὰ ἐσωτερικὴ κλίση τοὺς φέρνει κοντά μας, νὰ μὴν κρύψουμε τίποτε. Σὲ πολλοὺς μᾶς ἐνδιαφέρει ἀπλὰ νὰ στρατολογήσουμε νέους ποὺ θὰ βάλουν τὸ ράσο, χωρὶς γνώση τῶν εὐθυνῶν καὶ τῶν κινδύνων τοῦ πράγματος. Βρισκόμαστε σὲ μιὰ κρίσιμη καμπὴ τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου. Τὸ θέμα εἶναι ποῦ θὰ βροῦμε ἄξιους ἀνθρώπους, ἀξίους καὶ ἱκανοὺς γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Ἐφημερίου, ποὺ εἶναι τὸ πρῶτο καὶ μεγάλο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Σ’ αὐτὸ ποὺ λέγεται ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἐνορία εἶναι τὸ κύτταρο τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ θὰ πρέπει νὰ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι Ἐνορία θὰ πεῖ Ἐφημέριος. Χωρὶς νὰ εἶναι ἀπὸ μόνος του ἡ Ἐνορία, ἀλλὰ ὁ Ἱερέας, ὡς ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ συντάξει καὶ θὰ ὀργανώσει τὴν Ἐνορία σὲ πλήρη καὶ αὐτάρκη ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα. Ἡ ἐνορία μὲ τὸν Ἐφημέριο καὶ τὸν Ναό, ὅπου τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία ἐξ ὀνόματος τοῦ κανονικοῦ Ἐπισκόπου, εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Ἡ ἀποστολὴ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχολῶν
Ὁ κάθε Ἐφημέριος καταρτίζεται καὶ ἑτοιμάζεται στὶς Ἐκκλησιαστικὲς Σχολές, καθὼς καὶ οἱ Ἐπίσκοποι προσπαθοῦν νὰ ἑτοιμάσουν τοὺς ὑποψηφίους γιὰ τὴν Ἱερωσύνη, ἀλλὰ ποτὲ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι βέβαιος γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα. Ἄς κάνουν αὐτοὶ ὅ,τι μποροῦν ὡς ἄνθρωποι, Διδάσκαλοι καὶ Ἐπίσκοποι, καὶ ἄς ἀφήνουν τὰ ὑπόλοιπα στὸν Θεό. Ὁ Κύριος, γιὰ νὰ χρίσει τοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους, «ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ Θεοῦ»6. Αὐτὸ ἄς προσέξουν οἱ Ἐπίσκοποι καὶ ἄς μὴν εἶναι φειδωλοὶ στὶς χειροτονίες. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅσο εὔκολα μπορεῖ νὰ γίνει κανεὶς Ἱερέας, τόσο δύσκολα ξεγίνεται, μᾶλλον δὲ καὶ δὲν ξεγίνεται γιατὶ ἡ σφραγίδα τῆς Ἱερωσύνης εἶναι ἀνεξάλειπτη. Ὅταν λοιπὸν μιλοῦμε γιὰ Ἱερατικὲς κλήσεις, θὰ πρέπει νὰ ἐννοοῦμε ὄχι πῶς θὰ ἑλκυθοῦν οἱ νέοι ἄνθρωποι γιὰ νὰ γίνουν Ἱερεῖς, ἀλλὰ πῶς οἱ ἔχοντες τὴν εὐθύνη (Ἐπίσκοποι) θὰ διαγνώσουν τὴν κλίση τους καὶ θὰ βεβαιωθοῦν γιὰ τὴν ἀξιότητά τους. Ἐνῶ κεφαλαιῶδες ζήτημα εἶναι τὸ πῶς θὰ καταρτισθοῦν γιὰ νὰ καταστοῦν ἱκανοὶ γιὰ ἕνα τέτοιο ἔργο. Ἄξιον καὶ δίκαιον νὰ γίνει ἀναφορὰ στὸ ἔργο τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχολῶν, ὅπου ἀφοσιωμένοι ἄνθρωποι παλεύουν, οἱ περισσότεροι λαϊκοὶ καὶ ἀτυχῶς λιγότεροι κληρικοί, γιὰ νὰ ἐκπαιδεύσουν καὶ νὰ ἑτοιμάσουν νέους, ὅσοι θὰ γίνουν Ἱερεῖς. Πιστεύω ὅτι κάποτε θὰ πρέπει νὰ γραφεῖ ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς καὶ Ἱερατικῆς Ἐκπαιδεύσεως ἀπὸ τὸ 1844 ποὺ ἱδρύθηκε ἡ Ριζάρειος Σχολὴ μέχρι σήμερα. Εἶναι ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ παρουσιασθεῖ τὸ ἔργο τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχολῶν καὶ ἀφετέρου γιὰ νὰ μάθουμε κάποτε τὰ αἴτια γιὰ τὰ ὁποῖα τὸ ἔργο αὐτὸ δὲν εἶχε τὰ ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα.
Ἡ ἀπαιτούμενη μόρφωση τοῦ ἱεροῦ Κλήρου
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πατρίδος μας ὀφείλει νὰ ἐνσκήψει στὸ λεγόμενο ἐφημεριακὸ πρόβλημα· δηλαδὴ ποῦ θὰ βρεθοῦν οἱ νέοι ποὺ θὰ γίνουν Ἱερεῖς καὶ πῶς θὰ μορφωθοῦν. Νὰ μάθουν δηλαδὴ Γράμματα, καὶ ὄχι τεχνολογικὴ Θεολογία. Οἱ παλαιότεροι ἀπὸ ἐμᾶς θὰ θυμοῦνται τὰ πρωτοχρονιάτικα κάλαντα «ἔχεις καὶ γιὸ στὰ γράμματα καὶ γιὸ εἰς τὸ ψαλτήρι, νὰ τὸν ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ βάλει πετραχήλι». Τώρα ποὺ οἱ Ἕλληνες δὲν θέλουν νὰ μάθουν Ἑλληνικά, οἰ Ἱερεῖς νὰ μαθαίνουν γράμματα, γράμματα Ἑλληνικὰ, γιατὶ ἔρχονται καιροὶ ποὺ οἱ Ἕλληνες δὲν θὰ ἀκοῦνε πιὰ τὴν γλῶσσα τους, παρὰ μόνο στὴν Ἐκκλησία. Τὸ Ψαλτήρι, τὸ Ἀναγνωσματάριον τῶν χρόνων τῆς τουρκοκρατίας εἶναι τὸ ψαλτικὸν ἀναλόγιον, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ πετραχήλι. Μακάρι νὰ ἔχουμε τέτοιους Ἱερεῖς ποὺ θὰ κινοῦνται ἐλεύθερα μέσα στὰ ἁγιογραφικὰ καὶ πατερικὰ κείμενα. Μέσα στὰ ὑμνολογικὰ γιατὶ ἐδῶ ἐκφράζεται καὶ γνωρίζεται ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία.
Ἐπίλογος
Οἱ Ἱερατικὲς κλήσεις εἶναι θέμα ζωῆς καὶ μόνο ἀντικειμενικὰ καὶ ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Κληρικοὺς δὲν ἐξετάζεται. Αὐτὸ τὸ «ἀντικειμενικὰ», νομίζω, εἶναι τὸ σαράκι ποὺ κατατρώει τὴν Ἐκκλησιαστικὴ καὶ θεολογικὴ σκέψη. Ὅτι δηλαδὴ ζητᾶμε τὴν Ἀλήθεια ἔξω ἀπό ἐμᾶς, ἀκόμα καὶ σ’ ὅλα τὰ σύγχρονα τεχνολογικὰ μέσα. Ἀλλὰ στὰ ζητήματα ζωῆς δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια ἔξω ἀπὸ τὰ πρόσωπα. Ἔχει γραφεῖ, καὶ τὸ πιστεύω ἀκράδαντα, ὅτι οἱ Ἱερεῖς γίνονται στὸ περιβάλλον τοῦ Ναοῦ, μεταξὺ Ψαλτηρίου καὶ Ἱεροῦ Βήματος στὰ πόδια τῶν Ἱερέων.
* Ο π. Δημήτριος Χαρισίου είναι Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου, Αρχιερατικός Επίτροπος Κοζάνης, Ιερατικός Προϊστάμενος του Μητροπολιτικού και Καθεδρικού Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Κοζάνης.
Πηγή: adologala.gr