Δημοσιεύθηκε: Κυριακή 8 / 11 / 2020 , 15:52 από
Ἡ Ἱερά Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν ρίχνει τά πρῶτα θεμέλιά της ὡς ἀνδρῴα τόν 12ο αἰ., στήν νότια πλαγιά τοῦ Πηλίου, σέ μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία ἤκμαζε ἡ μοναστική καί ἀσκητική ζωή στό Πήλιο, πού τότε ὀνομαζόταν «Βουνό τῶν Κελλίων» καί «δεύτερο Ἅγιον Ὄρος».
Μετά τήν πυρπόληση καί τήν ὁλοσχερῆ καταστροφή της τό 1310 μ.Χ., πιθανόν ἀπό Καταλανούς πειρατές, ἡ Μονή ξανακτίζεται στή σημερινή της θέση, ὑψηλότερη τῆς πρώτης, γιά μεγαλύτερη προστασία ὄχι μόνο ἀπό τούς ἐπιδρομεῖς, ἀλλά καί ἀπό τίς δυσμενεῖς καιρικές συνθῆκες. Ἡ ἐκ νέου ἀνοικοδόμησή της ἀποδίδεται σέ Ἁγιορεῖτες μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἔφυγαν ἀπό τόν Ἄθωνα, ἴσως ἐξαιτίας τῶν Ἡσυχαστικῶν ἐρίδων τοῦ 14ου αἰ., καί ἦλθαν στό Πήλιο, ὅπου ἔκτισαν τό σημερινό μοναστήρι, κατά τό ἀρχιτεκτονικό πρότυπο τῶν ἁγιορείτικων μονῶν.
Ὁ «πανδαμάτωρ» χρόνος καί οἱ ποικίλες ἀντίξοες ἱστορικές συνθῆκες δέν ἐπέτρεψαν τήν διάσωση γραπτῶν πηγῶν, πού θά μποροῦσαν νά δώσουν πληροφορίες γιά τήν πορεία τῆς Μονῆς κατά τό διάστημα μεταξύ 14ου καί 18ου αἰ. Γνωρίζουμε μόνο ὅτι ἐπί Τουρκοκρατίας ἡ Μονή, ὡς συμμέτοχος στόν ἐθνικοαπελευθερωτικό ἀγῶνα τοῦ 1821, ὑπέστη τά ἀντίποινα τῶν Τούρκων κατακτητῶν, πληρώνοντας τό τίμημα τῆς συνεισφορᾶς της στήν ἐπανάσταση μέ τήν καταστροφή της.
Οἱ παλαιότερες γνωστές κτηριακὲς ἀνακαινίσεις της τοποθετοῦνται στόν 18ο καί στόν 19ο αἰ. Τό κατανυκτικὸ Καθολικό της ἱστορεῖται μέ σπάνιες τοιχογραφίες λαϊκῆς τέχνης, ἐνῶ τό ἀριστουργηματικὸ ξυλόγλυπτο τέμπλο φέρει ἐξαιρετικὲς φορητὲς εἰκόνες τοῦ 1772. Μεταξύ αὐτῶν, ἡ παλαιότερη εἰκόνα τοῦ Αρχαγγέλου Μιχαήλ (12ος αἰ.), εἶχε γίνει ὀνομαστή ἀνά τούς αἰῶνες γιά τό πλῆθος τῶν θαυμάτων πού ἐπιτελοῦνταν δι᾿ αὐτῆς.Στὸ ἀποκορύφωμα τῆς αἴγλης της φθάνει ἡ Μονή κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 19ου αἰῶνος, ἐπὶ ἡγουμενίας τοῦ Ἱερομονάχου Γαβριήλ Ιωάσαφ, ἕλκοντος τήν καταγωγή ἀπό τό γειτονικό χωριό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Νηλείας, πνευματικοῦ βλαστοῦ τοῦ Ἄθωνα.
Εκείνος μέ τήν ὁσιακή του φυσιογνωμία τήν ἀναδεικνύει μεγάλο πανθεσσαλικό προσκύνημα, πού διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο στήν πνευματική, πολιτισμική καί κοινωνική ζωή ὅλης τῆς Θεσσαλικῆς περιφέρειας, πλουτίζοντάς την παράλληλα μέ μετόχια, κειμήλια καί ἀφιερώματα.
τὴν ὁσιακὴ του κοίμηση, τό 1911, ἡ ἱστορική Μονή ἐρημώνει ἀπὸ μοναχούς καί σέ διάστημα μισοῦ αἰῶνα φθάνει σέ κατάσταση ἐρειπώσεως. Ἡ θαυματουργή εἰκόνα τοῦ Αρχαγγέλου Μιχαήλ συλεῖται ἀπό ἀρχαιοκαπήλους, ἀντικαθίσταται, ὅμως, ἀπό ἄλλη, πού φιλοτεχνεῖται τό 1976. Τήν ἴδια χρονιά ἡ χάρις τῶν Ἀσωμάτων Δυνάμεων, Προστατῶν τῆς Μονῆς, καί οἱ εὐχές τῶν παλαιῶν πατέρων της ἐνεργοῦν τήν ἀνασύστασή της ὡς Γυναικείας [Προεδρικό Διάταγμα 605/80 (Φ.Ε.Κ. 161/Α΄)], μέ τήν εὐλογία τοῦ ἀπὸ Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος, κυροῦ Χριστοδούλου, καί μέ πρώτη Ἡγουμένη, τήν Γερόντισσα Θεοδούλη, σημερινή Ἡγουμένη τῆς Ἱ. Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Βροχιᾶς Βόλου.
Κάτω ἀπό τήν προστασία τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου ἀρχίζει τὸ 1988 νὰ συγκροτεῖται ἡ σημερινὴ Ἀδελφότητα ὑπό τήν ἡγουμενία τῆς Γερόντισσας Νικοδήμης, ἡ ὁποία ἐνθρονίζεται ἐπίσημα ἀπό τήν σεπτή δεξιά τοῦ σημερινοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος καί Ἁλμυροῦ, κ. Ἰγνατίου, τόν Μάϊο τοῦ 1999.
Κάτω ἀπό τήν μητρική της καθοδήγηση, μέ τήν παράλληλη ἀκάματη συμπαράσταση τοῦ νέου Κτήτορος τῆς Μονῆς καί σήμερα μακαριστοῦ Γέροντός της Ἀντωνίου πρεσβυτέρου, ἀλλά καί μέ τήν φιλομόναχη συνδρομή τοῦ Ἐπισκόπου της, ἡ Ἀδελφότητα ἀγωνίζεται νά ἀνταποκριθεῖ στή μακραίωνη ὀρθόδοξη μοναστική παράδοση, πρός δόξαν τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του.
Το Καθολικό της Μονής:
Σ’ ένα μοναστήρι, αυτό που μιλά κατά κύριο λόγο για την ιστορία του, είναι ο ναός του. Γιατί αυτός είναι ο χώρος, όπου ο μοναχός ζει, κινείται και αυξάνει πνευματικά, σαν το έμβρυο στην μητρική κοιλία, όπως λέγει σύγχρονος Αγιορείτης Γέροντας. Είναι επόμενο, λοιπόν, η πνευματική αυτή μήτρα, ως το κέντρο της ζωής της Μονής, να γίνεται το σημείο αναφοράς, που φέρει την σφραγίδα της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας της εκάστοτε Αδελφότητος.
Το Καθολικό στη Μονή των Ταξιαρχών είναι αφιερωμένο στους Παμμεγίστους Ταξιάρχες Μιχαήλ και Γαβριήλ και σε όλες τις Ασώματες Δυνάμεις. Η επί αιώνες πορεία του μέσα στον χρόνο, έχει αποθησαυρίσει στον ευλογημένο του χώρο έκδηλη τη χάρη, που ο Θεός πλούσια του χάρισε. Οι χορείες των οσίων πατέρων, ιερομονάχων, ιεροδιακόνων και απλών μοναχών που φιλοξενήθηκαν σ αυτόν, είναι μέχρι σήμερα σιωπηλά ηχούσες μυστικές παρουσίες, που αντηχούν από το Ιερό Βήμα, από τα παλιά στασίδια, από την κάθε ιερή γωνιά που γνώρισε τα ασκητικά τους δάκρυα, τις κοπιαστικές μετάνοιες, τις πύρινες προσευχές τους στον Θεό• και από το ταπεινωμένο δάπεδο, κάτω από το οποίο ανακαλύφθηκαν από την σημερινή Αδελφότητα τα κεχριμπαρένια οστά τους.
Τύπος μονόκλιτης βασιλικής με τρούλο, πετρόκτιστος, διατηρεί σήμερα τη μορφή που πήρε μετά την τελευταία ριζική ανακαίνιση που του έκαναν οι πατέρες το 1764. Περιβάλλεται από νεώτερο πρόναο (νάρθηκα), κτίσμα του 19ου αι., τον οποίον η σημερινή Αδελφότητα ανεκαίνισε το 1995. Η παρουσία στον πρόναο ζωγραφισμένης ξύλινης οροφής είναι ένα σύγχρονο δείγμα της παλαιάς πηλιορείτικης και αγιορείτικης παραδόσεως.
Η είσοδος στο Καθολικό γίνεται από ξυλόγλυπτες τζαμωτές θύρες, η μία εκ των οποίων φέρει μορφές αγγέλων, και μας μυεί αμέσως στη μυστικοπάθεια μιας άλλης, ευλογημένης, πιο πνευματικής εποχής. Τα τέσσερα μονόλοβα μικρά παράθυρα που βρίσκονται ψηλά, κοντά στο ταβάνι, αφήνουν τον ναό μισοσκότεινο και κατανυκτικό. Οι τοιχογραφίες του 18ου αι. στον δυτικό και νότιο τοίχο, αγνώστου αγιογράφου, κινούνται στο πλαίσιο όχι μιας αυστηρής βυζαντινής τεχνοτροπίας, αλλά μιας λαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Υπάρχουν, ωστόσο, και κάποιες νεώτερες αγιογραφίες, επιζωγραφήσεις κυρίως, του 1910, στην δυτική και την νότια πλευρά, έργα του αθηναίου αγιογράφου Μ. Παναγιωτάκη.
Ο βορεινός τοίχος δεν έχει αγιογραφίες. Ο σεισμός του 1995 τον τραυμάτισε θανάσιμα, καταστρέφοντας ολοσχερώς τις υπάρχουσες τοιχογραφίες. Ο σπάνιος και ονομαστός για την τέχνη του «Παντοκράτορας» χάθηκε κι αυτός μαζί με το προσφιλές στους πηλιορειτικούς ναούς αρχιτεκτονικό στοιχείο του τρούλου, κατά τον ίδιο ολέθριο σεισμό, για να δώσει την θέση του σήμερα σε μια δίρριχτη στέγη με κεραμίδια, χωρίς καμία αγιογραφία.
Χαρακτηριστικές είναι οι τοιχογραφίες του Ιερού Βήματος, όπως της Μεταδόσεως των Αποστόλων, Αγίων Ιεραρχών ολόσωμες και άλλων Αγίων σε στηθάρια, σκηνών από την ζωή και τα θαύματα του Κυρίου, ιδιαιτέρως δε της ωραιότατης Πλατυτέρας, που δεσπόζει στην κεντρική κόγχη με το ιλαρό πρόσωπο και τα μεγάλα Της μάτια.
Εκείνο που ξεχωριστά προκαλεί τον θαυμασμό είναι το αριστουργηματικό τέμπλο. Έργο μνημειώδες, αγνώστου εποχής και τεχνίτου, θυμίζει τις μετσοβίτικες λεπτεπίλεπτες δημιουργίες. Το βαθύ και εντυπωσιακό σκάλισμά του, που μοιάζει με ξύλινο κέντημα, αποδίδει με τρόπο μοναδικό ιστορίες από την Παλαιά Διαθήκη: την δημιουργία των Πρωτοπλάστων και την πτώση τους, την ιστορία του Προφήτου Ιωνά μέσα στο στόμα του κήτους…Xαρακτηριστική είναι η παράσταση του Αρχαγγέλου Μιχαήλ που πατά την ψυχή του φιλάργυρου πλουσίου κρατώντας σπαθί και ζυγαριά, των τεσσάρων προφητικών ζώων που κρατούν τα ευαγγέλια και συμβολίζουν τους ευαγγελιστές, η «Ρίζα του Ιεσσαί» που γεμίζει όλο το τέμπλο με τον φυτόμορφο διάκοσμό της…Βρίθουν ακόμα οι αγγελικές μορφές, χαρακτηριστικές για το τέμπλο της Μονής των Αρχαγγέλων, ενώ οκτώ ξυλόγλυπτες στάμνες που αποτελούν και τις ισάριθμες βάσεις του τέμπλου, εξακτινώνουν προς τα πάνω μια πλούσια άμπελο, που απλώνει τους κλάδους και τα σταφύλια της σε όλο το δημιούργημα.
Περίφημα είναι και τα επιχρυσωμένα βημόθυρα του τέμπλου, με τις εικονιζόμενες στο κάτω μέρος μορφές Αγίων Ιεραρχών και Προφητών. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Προφήτες ατενίζουν προς την παράσταση του Ευαγγελισμού που βρίσκεται από πάνω τους, και βαστούν ειλητάρια, που αναγράφουν προφητικές ρήσεις σχετικές με το γεγονός.
Τέλος, η Σταύρωση και οι εκατέρωθεν αυτής παραστάσεις της Θεοτόκου και του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου, τα λεγόμενα «λυπητερά», που βρίσκονταν στην κορυφή του τέμπλου, αφαιρέθηκαν, μη χωρώντας πια κάτω από την δίρριχτη στέγη. Περιμένουν, όμως, μέχρι σήμερα την αποκατάσταση του τρούλου, για να καταλάβουν και πάλι την πρώτη τους θέση.
Μια υποψία – όχι βεβαιότητα – για τον χρόνο κατασκευής του τέμπλου μας δίνουν οι δεσποτικές εικόνες του 1772. Νεώτερη, του 1838, είναι η αμφίπλευρη αγιογράφηση του μουσαμαδένιου παραπετάσματος, που κλείνει αντί για βήλο την Ωραία Πύλη. Έργο του «Δημητρίου, μαθητού Ιακώβου του Αγιορείτου» φέρει από την πλευρά του Ιερού τον Άρχοντα Μιχαήλ και από την εξωτερική τον Μέγα Αρχιερέα Χριστό.
Όλος ο Ναός είναι γεμάτος από την νοερή παρουσία των πνευματικών προγόνων της σημερινής αδελφότητος, ιδιαιτέρως μάλιστα του τελευταίου κτήτορός του, Γέροντος Γαβριήλ Ιωάσαφ, που έχει αφήσει αποτυπωμένο το όνομά του, μαζί με την ιερή λαχτάρα της καρδιάς του, σε όλα σχεδόν τα κειμήλια και τα σκεύη που βρίσκονται σ’ αυτόν: δρακόντια, πολυελέους, καντήλια, ιερές λειψανοθήκες, θύρες και παράθυρα…
Μπαίνοντας ο σημερινός επισκέπτης στον μικρό τούτο Ναό με την μεγάλη ιστορία, κατανύσσεται καθώς αναλογίζεται πως εδώ ασκήθηκαν κάποιοι μοναχοί αιώνες πριν• ορισμένοι από αυτούς, ίσως άγιοι, άγνωστοι στους ανθρώπους, γνωστοί στον Θεό… και παρόλο που είναι πολίτης ενός μάταιου και αποπνευματοποιημένου κόσμου, μπαίνει με την βοήθειά τους σε μία άλλη διάσταση, όπου οι εξαϋλωμένες μορφές των εικονιζομένων Αγίων, των πολιτών της μίας, μοναδικής και αιώνιας πραγματικότητας, είναι ζωντανές και του μιλούν για τα θεία τους βιώματα…
Μετόχια
Ἡ Μονή ἔχει τήν εὐλογία νά χρησιμοποιεῖ σήμερα ὡς μετόχι της ἕνα μονύδριο ἀφιερωμένο στή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, πού οἱ ντόπιοι συνηθίζουν νά ἀποκαλοῦν «Μεγα-Σωτήρα».
Ἡ θέση του εἶναι γραφικότατη. Τό παλαιό κτηριακό του συγκρότημα, μικρό καί πολύ χαριτωμένο, ὑψώνεται μέσα σέ μία ἥμερη φύση στή θέση «Κανάλια» τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Νηλείας, σέ ἕνα φυσικό ἐξώστη πού βλέπει τόν Παγασητικό.
Ἔξω ἀπό τήν πύλη του ἕνα εὐθυτενές κυπαρίσσι καταδεικνύει πρός τόν ἐπισκέπτη τήν ἀνάγκη τοῦ «πρός τά ἄνω βλέψαι»… καί πιό πέρα ἕνα ὑπεραιωνόβιο πλατάνι προσκαλεῖ στή σκιά καί στά δροσερά νερά του τούς ξωμάχους τῆς περιοχῆς καί κάθε κουρασμένο πού ζητεῖ ἀναψυχή. Λίγο πιό κεῖ, τά ἀπομεινάρια τοῦ παλιοῦ ἐλαιοτριβείου τῆς Μονῆς μπορεῖ νά ἔχουν σήμερα μόνο μουσειακή ἀξία, ἀλλά μαρτυροῦν εὔγλωττα γιά τήν κάποτε ζωντανή καί δραστήρια παρουσία τῶν ἀσκουμένων ἐκεῖ μοναχῶν, πού πότισαν ὄχι μόνο μέ τήν προσευχή καί τά δάκρυά τους, ἀλλά καί μέ τόν ἱδρῶτα τοῦ σωματικοῦ τους κόπου, τόν ἱερό αὐτό τόπο. Ἐπιθυμία καί στόχος τῆς Ἀδελφότητός μας εἶναι, σύν Θεῷ, ἡ δημιουργία στό σημεῖο αὐτό ἑνός ὀργανωμένου μουσειακοῦ χώρου, ὅπου ὁ ἐπισκέπτης θά μπορεῖ νά θαυμάσει, ὡς ἔκθεμα πιά, τό ἐλαιοτριβεῖο τῶν δραστήριων ἐκείνων πατέρων.
Ὅλου τοῦ τοπίου ἡ γλύκα καί ἡ ἡσυχαστικότητα εἶναι, πράγματι, μοναδικές. Μέσα σ᾿ αὐτό, φυτεμένο σάν ἄλλο κυπαρίσσι τό ταπεινό μοναστήρι, αἰῶνες τώρα ἁπλώνει τίς ρίζες του, μένοντας ὄρθιο παρά τίς τρικυμίες τῶν καιρῶν.
Ἡ Μονή τῆς Μεταμορφώσεως ὑπῆρξε παλαιότερα ἀνεξάρτητη καί ὄχι μετόχι κάποιας ἄλλης μεγαλύτερης Μονῆς, μέ ἱδρυτή καί χρόνο ἱδρύσεως ἄγνωστα. Ἀνακαινίσθηκε τόν 18ο αἰ. ἀπό τόν Ἡγούμενο Εὐθύμιο Χατζηευαγγελινό, ἀπό τόν Ἅγιο Γεώργιο Νηλείας, ὁ ὁποῖος χάρισε σ᾿ αὐτήν ὅλη τήν ἀκίνητη περιουσία του, μέ ἀφιερωτήριο γράμμα πού ἐπικυρώθηκε καί ἀπό τουρκικό «χοντζέτι» τοῦ 1755, τοῦ ἱεροδίκη Λιβαδειᾶς Μουσταφᾶ Ρεσάτ ἐφέντη.
Τό 1864 ἐγκαταστάθηκε ὡς Ἡγούμενος τῆς Μονῆς ὁ ἱερομόναχος Νεόφυτος, προηγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς μας. Μετά τήν κοίμησή του τό 1882, καί μέχρι τό 1894 περίπου, ἀνέλαβε ὡς τελευταῖος Ἡγούμενος ὁ μοναχός Εὐγένιος Εὐσταθίου, πνευματικό τέκνο τοῦ Γέροντος Γαβριήλ Ἰωάσαφ. Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτόν τό μοναστήρι δέν ξαναπέκτησε Ἡγούμενο.
Μόνο ἱερεῖς μέ ἐντολή τοῦ Μητροπολίτου Δημητριάδος τό λειτουργοῦσαν κατά διαστήματα.
Στίς ἡμέρες μας ἀποτελεῖ Μετόχι τῆς Μονῆς μας. Μέ πολύ σεβασμό καί ἐπιμέλεια, κατά τό μέτρο τῶν δυνατοτήτων μας, προχωρήσαμε στήν ἀνακαίνισή του, ἔχοντας τήν βεβαιότητα πώς διακονοῦμε ἕνα ἱστορικό χῶρο, πού ὑπῆρξε κατά τό παρελθόν ἄρρηκτα συνδεδεμένος μέ τή Μονή μας.
Ὡς δικό μας, λοιπόν, μοναστήρι τό ἀγαπήσαμε βαθιά. Γι᾿ αὐτό, προχωρήσαμε χωρίς καθυστέρηση, τό καλοκαίρι τοῦ 1995, μέ τή συνδρομή τῶν πιστῶν, στήν ἀνακαίνιση τοῦ ἑτοιμόρροπου μικροῦ Καθολικοῦ του, ἐνῶ παράλληλα ἐπιχειρήθηκε καί ἡ ἀνακαίνιση τῆς δυτικῆς πτέρυγος ἀπέναντι ἀπό αὐτό. Σήμερα αὐτή στεγάζει δύο κελλάκια στόν πάνω ὄροφο καί ἀρχονταρίκι στό ἰσόγειο, γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀδελφῶν καί τήν ὑποδοχή τῶν προσκυνητῶν. Ὁμοίως κατασκευάσθηκαν κοινόχρηστοι χῶροι καί διαμορφώθηκε ὁ περιβάλλων χῶρος μέσα στόν ἐσωτερικό περίβολο τῆς Μονῆς, ἀλλά καί ἔξω ἀπό αὐτόν. Ἡ ἐλπίδα γιά τήν πλήρη ἀνακαίνιση καί ἀποκατάστασή της εἶναι πάντα ζωντανή.
Οἱ ἀτέλειες πού παρουσιάζει ἀκόμα τό κτηριακό συγκρότημα δέν μᾶς ἐμποδίζουν ἀπό τό νά τό χρησιμοποιοῦμε ὡς χῶρο γιά περαιτέρω ἐντρύφηση στήν προσευχή καί στήν ἡσυχία, ἀλλά καί γιά τήν τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν καί μάλιστα τῆς Θείας Λειτουργίας, κατά τήν ἡμέρα τῆς μεγάλης Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως. Τότε βγαίνει ἀπό τή σιωπή του, καθώς οἱ προσκυνητές πού ἑλκύονται ἀπό τόν ἦχο τῆς καμπάνας, γεμίζουν τόν αὔλειο χῶρο του. Τότε χαίρονται μαζί μας καί οἱ παλιοί πατέρες του, τῶν ὁποίων τά ὀστᾶ ἀναπαύονται καί αὐτά στό ὀστεοφυλάκιο τῆς Μονῆς μας.
Σέ κάθε λειτουργική εὐκαιρία, τό μονύδριο τῆς Μεταμορφώσεως «μεταμορφώνεται ἔμπροσθεν ἡμῶν», κατά τό ἁγιογραφικό, ὑπενθυμίζοντάς μας τήν ἀνάγκη τῆς δικῆς μας ἐσωτερικῆς μεταμορφώσεως…
Η ακριβής διεύθυνση της Μονής είναι:
Ιερά Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών
Άγιος Γεώργιος Νηλείας
Τ.Θ. 1894
373 00 ΑΓΡΙΑ